Ὁ Μέγας Βασίλειος δίνει τὸν ἀκόλουθο ὁρισμὸ τῆς νηστείας: «Νηστεία ἀληθινὴ εἶναι ἡ ἀποξένωσις ἀπὸ τὸ κακόν, ἡ ἐγκράτεια τῆς γλώσσης, ἡ ἀποχὴ ἀπὸ τὸν θυμόν, ὁ χωρισμὸς ἀπὸ τὰς ἐπιθυμίας, τὴν καταλαλιάν, τὸ ψεῦδος καὶ τὴν ψευδορκίαν. Ἡ στέρησις ἀπὸ αὐτὰ εἶναι ἀληθινὴ νηστεία. Μέσα εἰς αὐτὰ λοιπὸν ἡ νηστεία εἶναι ἀγαθόν».
Ὁ περιορισμὸς τῆς νηστείας στὴν ἀποχὴ ἀπὸ φαγητὰ δὲν εἶναι «ἀγαθόν» μόνο νηστεία τοῦ σώματος ποὺ συνοδεύεται ἀπὸ τὸν χωρισμὸ ἀπὸ τὰ πάθη λογίζεται ἀρετή. «Ἡ ἀληθινὴ νηστεία εἶναι ἡ ἀποξένωσις ἀπὸ τὰ κακὰ» ἐπαναλαμβάνει ὁ Μ. Βασίλειος καὶ παραπέμπει στὸ Ησ. ξγ' 4-6 νὰ λύσης τὰ δεσμὰ τῆς ἀδικίας, μὴ νηστεύεις χάριν διαμάχης καὶ ἔριδος. «Δὲν τρώγεις κρέατα, ἀλλὰ τρώγεις τὸν ἄδελφόν σου δὲν πίνεις οἶνον, ἀλλὰ δὲν εἶσαι ἐγκρατὴς εἰς τὰς ὕβρεις».
«Διότι ποῖον εἶναι τὸ ὄφελος ἐὰν ἀπέχης ἀπὸ τροφάς, ἀλλὰ τρώγεις διὰ τῶν ὀφθαλμῶν τὴν ἀκολασίαν τῆς μοιχείας ἢ μὲ τὴν θέλησίν σου ἀκούεις διὰ τῶν ὤτων ματαίας καὶ διαβολικάς φωνᾶς; Δὲν ὠφελεῖ καθόλου νὰ ἀπέχης ἀπὸ τροφάς, ὅμως νὰ μὴν ἀπέχης ἀπὸ τὴν ἔπαρσιν τῆς ὑψηλοφροσύνης, τῆς κενοδοξίας καὶ.... κάθε πάθους. Ἢ τί ὠφελεῖ βεβαίως νὰ εἶσαι ἐγκρατὴς εἰς τὰς τροφάς, ἀλλὰ νὰ μὴν ἀπέχης ἀπὸ πονηροὺς λογισμούς... Ἄς γίνωμε λοιπὸν ἐγκρατεῖς εἰς ὅλα αὐτά, διὰ νὰ μὴ ἔλθη ποτὲ εἰς ἡμᾶς ἡ κατηγορία τοῦ Κυρίου, ὅτι διυλίζομεν τὸν κώνωπα καὶ καταπίνομε τὴν κάμηλον (Ματθ. κγ' 24)» (Μ. Βασίλειος). Γιὰ τὸν Μ. Βασίλειο ἡ νηστεία εἶναι παλαιότερη ἐντολὴ (Γέν. β' 17). Τὸ «μὴ φάγετε», λέγει, εἶναι «νομοθέτημα νηστείας καὶ ἐγκράτειας». Μετὰ ἀπὸ τὴν πτώση ὅμως ἡ νηστεία πῆρε τὴ θέση τοῦ ἰατροῦ, γιατί συνδέεται μὲ τὴ μετάνοια εἶναι ἡ μετάνοια τοῦ σώματος! Ἐκεῖνος ποὺ νηστεύει δὲν μιμεῖται τὴν παρακοὴ τῆς Εὔας καὶ δὲν ἀκολουθεῖ τὴ συμβουλὴ τοῦ φιδιοῦ. Γιὰ τοὺς πρωτοπλάστους ἡ «νηστεία» ἦταν τὸ μέτρο ποὺ θὰ ἐδοκιμάζετο ἡ σφοδρὴ ἐπιθυμία των νὰ μείνουν σὲ κοινωνία μὲ τὸν Θεό. Μετὰ ἀπὸ τὴν πτώση ἡ νηστεία, ποὺ συνοδεύεται μὲ τὴν ἄσκηση τῶν ἄλλων ἀρετῶν, ἀποτελεῖ θεμέλιο στὸ ὁποῖο ὁ πνευματικὸς ἀθλητὴς στηρίζει τὸν πνευματικό του ἀγώνα.
«Ἡ νηστεία, ὁπού εἶναι ὁ ἰατρὸς τῶν ψυχῶν ἡμῶν», λέγει ὁ Συμεὼν ὁ νέος Θεολόγος, «ἔχει συνήθειαν, ἄλλου χριστιανοῦ νὰ ταπεινώση τὴν σάρκα καὶ ἄλλου νὰ καταπραΰνη τὸν θυμὸν καὶ ἄλλον νὰ φέρη εἰς προθυμίαν διὰ νὰ κάμη τὸ καλὸν καὶ ἄλλου νὰ καθαρίζη τὸν νοῦν του καὶ νὰ τὸν κάμνη ἐλεύθερον ἀπὸ τοὺς πονηροὺς λογισμούς. Καὶ ἄλλου νὰ δαμάζη τὴν ἀδάμαστον καὶ ἀκράτητον γλώσσαν καὶ νὰ τὴν κρατᾶ μὲ τὸν φόβον τοῦ Θεοῦ... Καὶ ἄλλου νὰ ἐμποδίζη τὰ μάτια νὰ μὴ κοιτάζουν ἐδῶ καὶ ἐκεῖ καὶ νὰ περιεργάζονται τί κάμνει ὁ ἕνας καὶ ὁ ἄλλος, ἀλλὰ κάμνει τὸν κάθε ἕνα νὰ προσεχη εἰς τὸν ἐαυτόν του καὶ νὰ ἐνθυμῆται τὰ ἰδικὰ του ἐλαττώματα...». Ἡ νηστεία ὁδηγεῖ σὲ κατάνυξη καὶ μᾶς βοηθεῖ νὰ περάσουμε μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοὺ «ὅλην τὴν ταραχὴν τῶν παθῶν καὶ τὴν φουρτούνα τῶν πειρασμῶν τοῦ διαβόλου ὁπού μᾶς καταδυναστεύει πικρῶς καὶ θέλει ἔλθωμεν εἰς τὸν λιμένα τῆς ἀπαθείας», καταλήγει ὁ ἴδιος πατέρας.
«Θλίβε τὴν κοιλία καὶ ὁπωσδήποτε νὰ κλείσης καὶ τὸ στόμα διότι ἡ γλώσσα ἰσχυροποιεῖται ἀπὸ τὰ πολλὰ φαγητά. Νὰ πυγμαχῆς συνεχῶς ἐναντίον της καὶ νὰ ἐπαγρυπνὴς συνεχῶς ἐπάνω της. Ἐὰν σὺ κοπιάσης λίγο, ἀμέσως καὶ ὁ Κύριος σὲ βοηθεῖ» (Κλίμαξ).
«Ἡ σωματικὴ νηστεία δὲν εἶναι τὸ πρῶτο κατέχει τελευταῖον μέρος εἰς τὸν χῶρον τῆς ἀρετῆς» (Ἱ. Χρυσόστομος.). Ἡ ἀληθινὴ νηστεία εἶναι «βία φύσεως καὶ περιτομὴ τῶν ἡδονῶν τοῦ λάρυγγος, ἐκτομὴ τῆς σαρκικῆς πυρώσεως, ἐκκοπή τῶν πονηρῶν λογισμῶν, ἀπελευθέρωσις ἀπὸ μολυσμοὺς ὀνείρων, καθαρότης προσευχῆς, φωτισμὸς τῆς ψυχῆς, διαφύλαξις τοῦ νοῦ, διάλυσις τῆς πωρώσεως, θύρα τῆς κατανύξεως... σταμάτημα τῆς πολυλογίας, ἀφορμὴ ἡσυχίας, φρουρὸς τῆς ὑπακοῆς ἐλαφρότης τοῦ ὕπνου, ὑγεία τοῦ σώματος πρόξενος τῆς ἀπαθείας, ἄφεσις τῶν ἁμαρτημάτων, θύρα καὶ ἀπόλαυσις τοῦ παραδείσου» (Κλίμαξ). Οἱ κόποι καὶ οἱ ταλαιπωρίες εἶναι ἡ συνεργασία τοῦ σώματος στὴν ἄσκηση τῶν ἀρετῶν τῆς ψυχῆς, λέγει ὁ Μ. Βασίλειος καὶ ἀναφέρεται στὴ νηστεία τοῦ Κυρίου, τοῦ Μωυσῆ καὶ τοῦ Ἠλία.
Διακρίνοντας τὴ νηστεία τοῦ Κυρίου μὲ τὴν ἰδικὴ μας νηστεία ὁ Γρηγόριος ὁ Θεολόγος λέγει πὼς ἡ νηστεία Ἐκείνου προβάλλεται ἐναντίον τῶν πειρασμῶν (Ματθ. δ' 1-2), ἐνῶ γιὰ μᾶς σημαίνει «συμμετοχὴ εἰς τὴν νέκρωσιν τοῦ Χριστοῦ καὶ μία προεόρτιος κάθαρσις». Καὶ δὲν εἶναι αὐτὸ «παντελὴς ἀποχὴ ἀπὸ τὰς τροφάς», λέγει ὁ Μ. Βασίλειος, ἀλλὰ «ἀποχὴ ἀπὸ τὰς ἀπολαύσεις, μὲ σκοπὸν νὰ συντρίψωμε τὸ φρόνημα τῆς σαρκὸς (Ρωμ. η' 8) καὶ νὰ ἐπιτύχωμε τὸν σκοπὸν τῆς εὐσέβειας». Γι' αὐτὸ κανεὶς δὲν ἐξαιρεῖται «ἀπὸ τὸν κατάλογον τῶν νηστευόντων... Ἄγγελοι εἶναι αὐτοὶ ποὺ κάμνουν τὴν καταγραφὴν τῶν νηστευόντων εἰς κάθε ἐκκλησίαν».
Σκοπὸς τῆς νηστείας δὲν εἶναι ἡ συντριβὴ τοῦ σώματος, ἀλλὰ χαλιναγώγηση τῆς δυνάμεως τῆς σάρκας ὥστε ὁ ἵππος τῶν ἐπιθυμιῶν νὰ καταστεῖ εὐπειθής, λέγει ὁ Χρυσόστομος καὶ συνιστᾶ τὴν τροφὴ γιὰ τὴν ἱκανοποίηση τῶν ἀναγκῶν.
Ἡ νηστεία εἴναι ὅπλο στὴν ἐκστρατεία ἐναντίον τοῦ Διαβόλου (Μάρκ. θ' 29). Ἕνας πολεμιστὴς προμηθεύεται πάντοτε τὰ ἀναγκαῖα τρόφιμα, ὄχι ἐκεῖνα ποὺ χρησιμεύουν στὴν ἀπόλαυση ἔτσι πρέπει νὰ κάνει καὶ ὁ πολεμιστὴς ἐναντίον τῶν ἀοράτων ἐχθρῶν, λέγει ὁ Μ. Βασίλειος καὶ προσθέτει σὲ ἄλλο σημεῖο: «Ἡ ἐγκράτεια πρέπει νὰ ὁρίζεται διὰ κάθε ἄνθρωπο ἀνάλογα τῆς σωματικῆς του δυνάμεως, ὥστε οὔτε ὀλιγώτερον τῆς ὑπαρχούσης δυνάμεως νὰ ἀγωνισθῶμεν, οὔτε νὰ ἐπεκτεινόμεθα ὑπὲρ τὴν δύναμιν. Διότι καὶ τοῦτο, νομίζω, πρέπει νὰ προσέξωμε, μήπως δηλαδὴ καταλύσωμε τὴν ἀντοχὴν τοῦ σώματος μὲ τὴν ὑπερβολὴν τῆς ἐγκράτειας καὶ τὸ καταστήσωμεν ἀνίκανον νὰ ἐπιτελέση τὰς σπουδαίας πράξεις».
Ἀναφερόμενος στὴν ἀναγκαιότητα τῆς ἐργασίας καὶ ταυτόχρονα τῆς νηστείας λέγει «πρέπει νὰ νηστεύωμε καὶ νὰ τρώγωμεν ὅπως ἀπαιτεῖται ἀπὸ τὴν θεοσέβειαν ὥστε ὅταν μὲν χρειάζεται νὰ ἐκτελεσθῆ ἡ ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ διὰ τῆς νηστείας, νὰ νηστεύσωμεν ὅταν δὲ πάλιν ἡ ἐντολὴ τοῦ Θεοῦ ζητῆ τροφὴ τονωτικὴν διὰ τὸ σῶμα, νὰ φάγωμεν ὄχι ὡς γαστρίμαργοι, ἀλλ’ ὡς ἐργᾶται τοῦ Θεοῦ. Διότι πρέπει νὰ τηροῦμε τὸν λόγον τοῦ ἀποστόλου «εἴτε οὒν ἐσθίετε εἴτε πίνετε, εἴτε τι ποιεῖτε, πάντα εἰς δόξαν Θεοῦ ποιεῖτε» (A' Κορ. γ΄ 31).
Ἐκεῖνος ποὺ τρώγει τόσο, «ὅσον χρειάζεται διὰ νὰ ἀναλάβη δυνάμεις τὸ σῶμα ποὺ ἀσθενεῖ», λέγει ὁ Χρυσόστομος, μπορεῖ νὰ εἶναι «ἐφάμιλλος πρὸς ἐκεῖνον ποὺ νηστεύει ὡς πρὸς τὴν σωφροσύνην τῆς ψυχῆς. Γιατί καὶ ἂν τὸ σῶμα εἶναι ἀσθενικὸ γιὰ τὴ νηστεία, δὲν εἶναι ἀσθενικὸ γιὰ τὴν προσευχή, οὔτε ἀνίσχυρο γιὰ νὰ περιφρονήσει τὴν τρυφηλὴ ζωὴ καὶ νὰ ἀποφύγει τὴν ἁμαρτία ἢ νὰ μετάσχει μὲ κατάνυξη στὴ λατρευτικὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας. Αὐτὸς ποὺ γιὰ λόγους ἀσθενείας δὲν νηστεύει σὲ τίποτε δὲν ἐμποδίζεται νὰ ἀσκηθεῖ στὴν ταπείνωση, νὰ περιφρονήσει τὴν κενοδοξία, νὰ προσεύχεται καὶ νὰ ἐξομολογεῖται καὶ νὰ βοηθεῖ τὸν ἑαυτό του μὲ τὴν ἐλεημοσύνη», λέγει ὁ Χρυσόστομος καὶ ὑπογραμμίζει ὅτι ἡ ἐλεημοσύνη μπορεῖ νὰ ἐξαλείψει τὶς ἁμαρτίες μας, ὅταν τὴν ἀσκοῦμε μὲ ἀφθονία καὶ χωρὶς ἐπίδειξη ἐνώπιόν των ἀνθρώπων.
«Διότι ὑπάρχουν πράγματι τρόποι κατὰ πολὺ σπουδαιότεροι ἀπὸ τὴν ἀποχὴν ἀπὸ τὰ τρόφιμα, οἱ ὁποῖοι μποροῦν νὰ μᾶς ἀνοίξουν τὰς θύρας τῆς παρρησίας πρὸς τὸν Θεόν. Ἐκεῖνος λοιπόν, ποὺ τρώγει καὶ δὲν ἠμπορεῖ νὰ νηστεύει ἄς ἐπιδεικνύει πλουσιωτέραν ἐλεημοσύνην, ἐκτενεῖς προσευχάς ἄς ἔχη ἔντονον προθυμίαν διὰ τὴν ἀκρόασιν τῶν θείων λόγων ἐδῶ δὲν μᾶς ἐμποδίζει καθόλου».
π. Ἀντώνιος Ἀλεβιζόπουλος (†) - Ἀπὸ τὸ βιβλίο: ΤΟ ΝΟΗΜΑ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΣΤΟ ΦΩΣ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ