Οἱ Ρωμαῖοι, ὅταν ἀποτέλεσαν κράτος μόνοι τους, ἔκαναν ἀπογραφή κάθε πέντε χρόνια. Ὅταν κατέκτησαν λαούς πολλούς καί ἔγιναν μία ἀχανής αὐτοκρατορία, ἐπειδή ἦταν δύσκολο νά διοργανώνουν ἀπογραφή κάθε πενταετία, τριπλασίασαν τό διάστημα καί τό ἔκαναν δεκαπενταετία.
Ἡ ἀπογραφή ἄρχιζε κάθε φορά μέ ἕνα διάταγμα τοῦ αὐτοκράτορα. Ὁ εὐαγγελιστής Λουκᾶς τό διάταγμα αὐτό τό λέει στά ἑλληνικά «δόγμα». Οἱ πρῶτες παγκόσμιες ἀπογραφές ἄρχισαν ἐπί τοῦ δευτέρου Ρωμαίου αὐτοκράτορα Ὀκταβιανοῦ Αὐγούστου, ὁ ὁποῖος μετά ἀπό πολλούς ἐξωτερικούς καί ἐμφυλίους πολέμους ἐπικράτησε ὡς μονάρχης ὄλου τοῦ γνωστοῦ τότε κόσμου.
Ἡ πρώτη ἀπογραφή στούς Ἑβραίους συνέπεσε μέ τή γέννηση τοῦ Χριστοῦ. Ἡ Ρωμαϊκή αὐτοκρατορία τότε περιλάμβανε πολλά ἔθνη. Ὁρισμένα ἀπό τά ἔθνη αὐτά εἶχαν δικούς τους βασιλιάδες. Ἀλλά ὅλοι οἱ βασιλιάδες ἐκεῖνοι ἦταν δοῦλοι τοῦ αὐτοκράτορα τῆς Ρώμης, ὁ ὁποῖος ἦταν βασιλιάς τῶν βασιλιάδων καί διόριζε ἤ ἀπέλυε τούς βασιλιάδες σάν ἰδιωτικούς ὑπαλλήλους. Κατά τούς χρόνους πού γεννήθηκε ὁ Χριστός, εἶναι γνωστό σέ ὅλους ὅτι αὐτοκράτορας τῆς Ρώμης ἦταν ὁ Αὔγουστος καί βασιλιάς ὑποτελής τῶν Ἑβραίων ὁ Ἡρώδης.
Ὅπως κάθε δεκαπενταετία ἔτσι καί τή φορά ἐκείνη, πού ἡ ἀπογραφή ἐφαρμόσθηκε στόν Ἰσραήλ γιά πρώτη φορᾶ, ὁ Αὔγουστος ἐξέδωσε διάταγμα νά ἀπογραφεῖ ὅλος σχεδόν ὁ γνωστός τότε κόσμος. «Ἐγένετο δέ», γράφει ὁ εὐαγγελιστής Λουκᾶς, πού εἶναι ἕνας καταπληκτικός ἱστορικός, «ἐν ταίς ἡμέραις ἐκείναις ἐξῆλθε δόγμα παρά Καίσαρος Αὐγούστου ἀπογράφεσθαι πάσαν τήν οἰκουμένην. Αὔτη ἡ ἀπογρα¬φή πρώτη ἐγένετο ἡγεμονεύοντος τῆς Συρίας Κυρηνίου». Κυρήνιος λεγόταν ὁ τότε Ρωμαῖος γενικός διοικητής τῆς Συρίας. Τό Ρωμαϊκό κράτος χωριζόταν σέ μεγάλα γεωγραφικά διαμερίσματα, ὅπως εἶναι σήμερα στή χώρα μας ἡ Μακεδονία, ἡ Ἤπειρος, ἡ Θεσσαλία κλπ. Ἡ Συρία ἦταν ἕνα τέτοιο διαμέρισμα. Τά διαμερίσματα αὐτά χωρίζονταν σέ ἄλλα μικρότερα, ὅπως περίπου εἶναι σήμερα οἱ νομοί. Ἡ Παλαιστίνη ἦταν νομός τῆς Συρίας. Ὁ Ἡρώδης ἦταν ὑφιστάμενος τοῦ Κυρηνίου. Οἱ ἀρχαῖοι, ὅταν ἤθελαν νά σημειώσουν τή χρονολογία, ἔγραφαν τό ὄνομα τοῦ ἡγεμόνα στίς μέρες τοῦ ὁποίου συνέβαινε ἕνα γεγονός. Γι’ αὐτό καί ὁ Λουκᾶς σημειώνει· «ἡγεμονεύοντος τῆς Συρίας Κυρηνίου».
Στό διάταγμα τοῦ βασιλιᾶ τῶν βασιλιάδων Αὐγούστου ὑπάκουαν ὅλοι. Ἔφευγαν ἀπό τίς πόλεις, ὅπου κατοικοῦσαν, καί πήγαιναν στήν πόλη ἀπό τήν ὁποία κατάγονταν, γιά νά ἀπογραφοῦν ὅπως κάνουμε καί μεῖς σήμερα, ὅταν ψηφίζουμε. «Καί ἐπορεύοντο πάντες ἀπογράφεσθαι, ἕκαστος εἰς τήν ἰδίαν πόλιν. Ἀνέβη δέ καί Ἰωσήφ ἀπό τῆς Γαλιλαίας ἐκ πόλεως Ναζαρέτ εἰς τήν Ἰουδαίαν εἰς πόλιν Δαυίδ, ἤτις καλεῖται Βηθλεέμ, διά τό εἶναι αὐτόν ἐξ οἴκου καί πατριᾶς Δαυίδ, ἀπογράψασθαι σύν Μαριάμ τή μεμνηστευμένη αὐτῶ γυναικί οὔση ἐγκύω» (Λκ 2,3-5). Οἱ διαταγές ἦταν αὐστηρές, οἱ Ρωμαῖοι ἀξιωματικοί ἐπίσης αὐστηροί. Κάθε καθυστέρηση ἤ ἀπουσία τιμωροῦνταν παραδειγματικά. Δέν γινόταν καμία ἐξαίρεση. Κόσμος πολύς κατέφθανε ἀπ’ ὅλες τίς περιοχές στά κέντρα ἀπογραφῆς. Κανείς δέν ὑπολόγιζε τίς ταλαιπωρίες· ἔβαζε τήν οἰκογένειά του σέ μία ἅμαξα ἤ, ἄν ἦταν φτωχός, ἔβαζε τά ἄρρωστα καί ἀνήλικα μέλη σέ ἕνα – δυό ἄλογα καί οἱ ὑπόλοιποι πεζοί πήγαιναν στήν πατρική πόλη. Οἱ δρόμοι γεμάτοι ἀπό πλήθη. Τά πανδοχεῖα, τά ξενοδοχεῖα τῆς ἐποχῆς ἐκείνης, δέν εἶχαν χῶρο οὔτε στή σκάλα οὔτε στήν αὐλή. Ἐννοεῖται ὅτι τά ἀρχαία ξενοδοχεῖα δέν εἶχαν κρεβάτια οὔτε στρώματα οὔτε κάν δωμάτια ἀτομικά. Ἀνάμεσα στό πλῆθος ἦταν καί ὁ φτωχός Βηθλεεμίτης Ἰωσήφ, πού κατοικοῦσε χρόνια τώρα στή Ναζαρέτ. Πήγαινε νά ἀπογραφεῖ στή πατρίδα του μαζί του ταλαιπωροῦνταν καί ἡ ἁπλοϊκή κόρη Μαριάμ, ἡ ἔγκυος παρθένος, πού βρισκόταν στίς τελευταῖες ἡμέρες τῆς ἐγκυμοσύνης. Καί αὐτοί καί ὁ Χριστός, πού ἦταν ἀκόμη στά σπλάγχνα τῆς μητέρας του, πήγαιναν νά ἀπογραφοῦν σάν ἀντικείμενα τῆς περιουσίας τοῦ Αὐγούστου!
Μετά ἀπό τή ταλαιπωρία τοῦ ταξιδιοῦ ἔφθασαν στή Βηθλεέμ καί, ὅπως ὅλοι οἱ ταξιδιῶτες, κατέλυσαν σέ κάποιο πανδοχεῖο. Τά πανδοχεῖα διέθεταν μεγάλους χώρους ὅπου συνωστίζονταν οἱ πελάτες καί κατακλίνονταν, ἄν μποροῦσαν νά κατακλιθοῦν, ὁ ἕνας δίπλα στόν ἄλλο. Κοντά σέ κάθε πανδοχεῖο ὑπῆρχε ἀπαραίτητα ὁ στάβλος – ὅπως σήμερα κοντά στό ξενοδοχεῖο ὑπάρχει τό πάρκιγκ – γιά νά βρίσκουν ἐκεῖ τροφή καί ἀνάπαυση τά μεταφορικά μέσα της ἐποχῆς, τά ὑποζύγια. Τό βράδυ πού ἔφθασε ἡ ἁγία οἰκογένεια στή Βηθλεέμ, ἱστορεῖ ὁ εὐαγγελιστής Λουκᾶς, συμπληρώθηκαν οἱ μέρες νά γεννήσει ἡ Μαρία καί γέννησε τόν υἱό τῆς τόν πρωτότοκο καί τόν σπαργάνωσε μέσα στό παχνί (τοῦ στάβλου), διότι «οὐκ ἦν αὐτοῖς τόπος ἐν τῷ καταλύματι» (Λκ 2,7). Δέν ὑπῆρχε στό πανδοχεῖο ἰδιαίτερος τόπος γιά τό ἔκτακτο γεγονός τῆς γέννας καί φυσικά δέν ἦταν δυνατόν νά γεννήσει ἡ Παρθένος μπροστά σ’ ὅλους τους ἐνοίκους τοῦ πανδοχείου. Ἔτσι τό πρῶτο κρεβατάκι στό ὅποιο ἀκούμπησαν τό νεογέννητο Χριστό ἦταν ἡ φάτνη, τό παχνί ὅπου ρίχνουν τό ἄχυρο τῶν ζώων, διότι δέν ὑπῆρχε καθαρότερο μέρος. Τήν ἄλλη μέρα, ἤ τίς ἄλλες, πῆραν σειρά νά ἀπογραφοῦν. Καί ὁ μέν Ἰωσήφ δήλωσε ἕνα μέλος περισσότερο, ὁ δέ Αὔγουστος ἀπέγραψε ἕνα δοῦλο περισσότερο.
Ὁ ἐνανθρωπήσας Θεός γεννήθηκε δοῦλος, τήν ὥρα πού ἀγεληδόν γινόταν ἡ καταμέτρηση τῶν δούλων, καί ἡ πρώτη ὑποχρέωση τῆς ζωῆς τοῦ ἦταν νά ἐξαγοράσει τόν ἑαυτό του γιά ἕνα χρόνο. Τί ταπείνωση! Καί ἐνῶ αὐτός ἦταν ὁ βασιλιάς τῶν βασιλιάδων τῆς οἰκουμένης, ἄλλος κρατοῦσε φαινομενικά τή θέση τοῦ βασιλιᾶ τῶν βασιλιάδων, ὁ Αὔγουστος· κι αὐτός γεννήθηκε σάν κτῆμα καί μέρος τῆς περιουσίας ἐκείνου. Ἐνῶ ὁ Ἰησοῦς ἦταν ὁ βασιλιάς τοῦ Ἰσραήλ, ὡς υἱός τοῦ Δαυίδ, καί ἡ γνησιότητα τῆς καταγωγῆς του ἀπό τόν Δαυίδ φαινόταν ἀπό τά ἔγγραφα τῆς ἀπογραφῆς, τά ὁποία τόν ὑποχρέωσαν νά ἀπογραφεῖ στή πόλη τοῦ Δαυίδ Βηθλεέμ, ἐν τούτοις ἄλλος καθόταν ὡς τύραννος στό τράχηλο τοῦ Ἰσραήλ, ὁ Ἰδουμαῖος Ἡρώδης, πού ὄχι υἱός τοῦ Δαυίδ δέν ἦταν, ἀλλά οὔτε Ἰσραηλίτης. Ὅταν γεννήθηκε ὁ ἀληθινός βασιλιάς τοῦ κόσμου, ὁ ἕνας βασιλιάς, ὁ Αὔγουστος, τόν ἀπέγραφε ὡς κτῆμα του καί ὁ ἄλλος βασιλιάς, ὁ Ἡρώδης, τόν κυνηγοῦσε ὡς θύμα του, ἤθελε νά τόν σφάξει.
Οἱ ποιητές τῆς Ἐκκλησίας κάτω ἀπό τό γεγονός τῆς ἀπογραφῆς βλέπουν μία ἄλλη ἀπογραφή, πνευματική. Μονάρχησε ὁ Αὔγουστος στή γῆ γιά νά παύσει ἡ πολυαρχία· ἐνανθρώπησε ὁ Χριστός, γιά νά παύσει ἡ πολυθεΐα. Ἀπογράφηκαν οἱ λαοί μέ τό διάταγμα τοῦ Καίσαρα Αὐγούστου· ἐπιγραφήκαμε οἱ πιστοί μέ τό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, πήραμε τό ὄνομά του, γιά δικό μας, ὀνομαστήκαμε Χριστιανοί. Ἀπογράφηκε ὁ Θεός ὡς δοῦλος τοῦ Αὐγούστου, γιά νά μᾶς ἐλευθερώσει ἀπό τή δουλεία τῆς ἁμαρτίας. Ἀπογράφηκε ὁ Ἰησοῦς στά φορολογικά βιβλία τοῦ Αὐγούστου, γιά νά πληρώνει χρηματικό φόρο· ἀπογραφήκαμε καί μεῖς στό βιβλίο τῆς ζωῆς καί προσφέρουμε «ὑπέρ τήν χρηματικήν φορολογίαν πλουτισμόν ὀρθοδόξου θεολογίας». Ἀκοῦμε τά ὑψηλά αὐτά μελωδήματα στή γιορτή τῶν Χριστουγέννων.
Ἄθλιοι ὅσοι ἀπογράφονταν ὡς δοῦλοι τοῦ Καίσαρα Αὐγούστου. Μακάριοι ὅσοι ἀπογραφόμαστε ὡς δοῦλοι τοῦ παμβασιλέα Χριστοῦ. Τρισάθλιοι ὅσοι πλήρωναν φόρο σώματος στό μονάρχη Αὔγουστο. Τρισευτυχισμένοι ὅσοι λυτρωθήκαμε ψυχικά καί σωματικά μέ τό αἷμα τοῦ αἰωνίου μονάρχη Ἰησοῦ καί πληρώνουμε σ’ αὐτόν φόρο πίστεως. Ἀπολαμβάνουμε τήν εὐλογία αὐτή, διότι ὁ Ἰησοῦς ὑπέφερε τήν ἀθλιότητα ἐκείνη.
Καί ἡ θεσπέσια Κασσιανή μελωδεῖ στό Δοξαστικό του Ἑσπερινοῦ της Ἑορτῆς:
Αὐγούστου μοναρχήσαντος ἐπὶ τῆς γῆς, ἡ πολυαρχία τῶν ἀνθρώπων ἐπαύσατο, καὶ σοῦ ἐνανθρωπήσαντος ἐκ τῆς Ἁγνῆς, ἡ πολυθεΐα τῶν εἰδώλων κατήργηται. Ὑπὸ μίαν βασιλείαν ἐγκόσμιον, αἱ πόλεις γεγένηνται· καὶ εἰς μίαν Δεσποτείαν Θεότητος, τὰ Ἔθνη ἐπίστευσαν. Ἀπεγράφησαν οἱ λαοί, τῷ δόγματι τοῦ Καίσαρος, ἐπεγράφημεν οἱ πιστοί, ὀνόματι Θεότητος, σοῦ τοῦ ἐνανθρωπήσαντος Θεοῦ ἡμῶν. Μέγα σου τὸ ἔλεος, δόξα σοι.
Ὑπό Στ.Σάκκου