Μία νομική ἀνάλυση τοῦ Χρήστου Δερμοσονιάδη (Δικαστῆ)
"Ὅταν ὁ Πιλάτος βεβαιώθηκε γιά τήν ἀθωότητα τοῦ Χριστοῦ καί θέλησε νά τόν ἀπολύσει τότε οἱ Ἰουδαῖοι φώναξαν: «ἡμεῖς νόμον ἔχομεν καί κατά τόν νόμον ἡμῶν ὀφείλει ἀποθανεῖν, ὅτι Θεοῦ υἱόν ἑαυτόν ἐποίησε.» (Ἰωάν.10,7). Αὐτή εἶναι καί ἡ σημερινή θέση τῶν Ἑβραίων. Ἰσχυρίζονται ὅτι ὁ Χριστός παρέβη πράγματι τό Μωσαϊκό Νόμο καί δίκαια κατεδικάσθη σέ θάνατο. Εἶναι δυνατόν ὅμως ἡ ἀνθρώπινη Δικαιοσύνη νά ἔφθασε σέ τέτοια ἀντίθεση πρός τή Θεία Δικαιοσύνη ὥστε νά καταδικάσει σέ θάνατο τόν ἴδιο τό Θεό καί ἐν ὀνόματι τοῦ Νόμου νά θανατώσει τό Δημιουργό;
Τό βασικό λοιπόν ἐρώτημα εἶναι ἄν ἡ δίκη τοῦ Χριστοῦ ἤτανε μία δίκαιη δίκη, κατά τό ἀνθρώπινο μέτρο, ἄν δηλαδή ἔγινε σύμφωνα μέ τό νόμο καί τή δικονομία.
Ἡ δικαιοσύνη τήν ἐποχή τοῦ Χριστοῦ βρισκόταν σέ ἀρκετά ψηλό ἐπίπεδο. Τό Ρωμαϊκό Δίκαιο σέ λίγα θέματα ὑστεροῦσε ἀπό τό σημερινό εὐρωπαϊκό δίκαιο καί τό ἑβραϊκό ἤτανε ἱεροκρατικό καί στηριζόταν στό Μωσαϊκό Νόμο.
Τά ἑβραϊκά δικαστήρια ἤτανε πολυμελῆ. Ἀνώτατο Δικαστήριο ἦταν τό Μέγα Συνέδριο πού εἶχε καί ἄλλες ἐξουσίες. Ἕδρευε στήν Ἱερουσαλήμ, ἀπετελεῖτο ἀπό 120 μέλη μέ πρόεδρο τόν Ἀρχιερέα καί εἶχε στή διαταγή του στρατιωτική δύναμη, τήν κουστωδία. Οἱ θανατικές καταδίκες τῶν ἑβραϊκῶν δικαστηρίων ἔπρεπε νά ἐπικυρωθοῦν ἀπό τή Ρωμαϊκή ἐξουσία ὅπως ἀναφέρεται στό βιβλίο «Ἡ δίκη τοῦ Ἰησοῦ» τοῦ θεολόγου Δημήτριου Καππαῆ.
Ἡ θανατική ποινή προβλεπόταν γιά ἀρκετά ἀδικήματα ἀλλά σύμφωνα μέ τίς ἀντιλήψεις τοῦ λαοῦ σπανίως ἐπιβαλλόταν. Ἡ ἐκτέλεση γινόταν μέ διάφορους τρόπους, ἀπό τούς ὁποίους πιό βασανιστικός καί ἐξευτελιστικός ἦταν ὁ θάνατος ἐπί τοῦ σταυροῦ, ὁ ὁποῖος συνηθίζετο ἀπό τά Ρωμαϊκά δικαστήρια, τά ὁποῖα δέν εἶχαν ἐνδοιασμούς στήν ἐπιβολή θανατικῆς καταδίκης.
Κατά τήν ἑβραϊκή δικονομία ἡ προανάκριση ἦταν ἄγνωστη καί δέν ὑπῆρχε δημόσιος κατήγορος. Ἡ ἀπόφαση δέν μποροῦσε νά στηριχθεῖ στήν παραδοχή τοῦ κατηγορουμένου ἀλλά μόνο στίς μαρτυρίες. Ἡ δίκη διεξαγόταν μέρα, μέ ἀνοικτές τίς πόρτες, ἐνώπιον τοῦ λαοῦ. Ξεκινοῦσε μέ τούς μάρτυρες ὑπερασπίσεως καί ἀκολουθοῦσαν δυό τουλάχιστον μάρτυρες κατηγορίας, πού ἔπρεπε νά δώσουν σαφῆ καί πανόμοια μαρτυρία, κρατώντας τό δεξί τους χέρι πάνω στό κεφάλι τοῦ κατηγορουμένου καί σέ περίπτωση θανατικῆς καταδίκης ἔπρεπε νά συμμετέχουν στήν ἐκτέλεση καί νά ρίξουν τίς πρῶτες πέτρες, ἐάν ἡ θανάτωση θά γινόταν μέ λιθοβολισμό.
Ὁ Κατηγορούμενος ἐθεωρεῖτο ἀθῶος μέχρι τήν τελική του καταδίκη, ἐδικαιοῦτο νά μιλήσει, νά φέρει μάρτυρες καί νά τύχει καλῆς μεταχείρισης. Κατά τή γνώμη τῶν συγγραφέων δέν ἐτηροῦντο πρακτικά ἀλλά ἡ ἴδια ἡ καταδίκη ἐκδιδόταν μέ γραπτό διάταγμα. (Κοντογόνη: Ἑβραϊκή Ἀρχαιολογία, Β'4). Πάντως διάταγμα καταδίκης τοῦ Χριστοῦ δέν ἔχει βρεθεῖ.
Οἱ Δικαστές ἔπρεπε νά εἶναι ἀμερόληπτοι, δίκαιοι καί μερικοί ἀπ' αὐτούς νά ὑπερασπίζουν τόν κατηγορούμενο. Σέ περίπτωση θανατικῆς καταδίκης ἀνεβάλλετο ἡ τελική ἀπόφαση γιά τή μεθεπόμενη μέρα καί ἐάν ἐπικυρωνόταν ἡ θανατική καταδίκη ἡ ἐκτέλεση ἔπρεπε νά γίνει τήν ἄλλη μέρα καί ὄχι αὐθημερόν. Ἀπό τήν ἔναρξη τῆς ἀκροάσεως μέχρι τήν ἐκτέλεση χρειαζόταν τουλάχιστον 4 μέρες.
Στόν τόπο τῆς ἐκτέλεσης συνόδευε τόν κατηγορούμενο ἔφιππος δικαστής, πού καλοῦσε τό λαό νά ἀναφέρει ἀμέσως στό Δικαστήριο, τό ὁποῖο συνεδρίαζε ἐκείνη τήν ὥρα, ὁτιδήποτε ἐλαφρυντικό γιά τόν κατηγορούμενο καί τότε σταματοῦσε ἀμέσως ἡ ἐκτέλεση.
Αὐτά γιά τή Δικαιοσύνη στό Ἰσραήλ. Πρέπει ὅμως νά ἀναφερθεῖ ὅτι στά χρόνια τῆς ρωμαϊκῆς ὑποτέλειας ὑπῆρχε μεγάλη φαυλότητα καί ἠθικός ξεπεσμός, μέ ἀποτέλεσμα οἱ ἄρχοντες νά εἶναι πρόσωπα φαῦλα, πού ἐξασφάλιζαν τή θέση τους δωροδοκώντας τούς Ρωμαίους ἡγεμόνες. Οἱ Δικαστές δέν εἶχαν πλέον τήν ἐντιμότητα καί τήν ἀνθρωπιά πού εἶχαν οἱ προκάτοχοί τους. Ὁλόκληρο τό ἔθνος βρισκόταν σέ ξεπεσμό καί ἀθλιότητα.
Μετά τήν ἀνάσταση τοῦ Λαζάρου πολλοί Ἰουδαίοι πίστεψαν στόν Χριστό. «Συνήγαγον οὖν οἱ ἀρχιερεῖς καί οἱ Φαρισσαῖοι συνέδριον καί ἔλεγον. Τί ποιοῦμεν, ὅτι οὗτος ὁ ἄνθρωπος πολλά σημεῖα ποιεῖ; …. Εἷς δέ τις ἐξ αὐτῶν Καϊάφας, ἀρχιερεύς ὤν τοῦ ἐνιαυτοῦ ἐκείνου, εἶπεν αὐτοῖς …. ὅτι συμφέρει ἡμίν ἵνα εἷς ἄνθρωπος ἀποθάνη ὑπέρ τοῦ λαοῦ καί μή ὅλον τό ἔθνος ἀπόληται». (Ἰω. ια'48-50)
«Ἐβουλεύσαντο δέ οἱ ἀρχιερεῖς ἵνα καί τόν Λάζαρον ἀποκτείνωσιν, ὅτι πολλοί δι’ αὐτόν ὑπῆγον τῶν Ἰουδαίων καί ἐπίστευον εἰς τόν Ἰησοῦν». (Ἰω. ιβ'10)
Καί ἡ στρατιωτική κουστωδία, μαζί μέ ἔνοπλους ὑπηρέτες, ὅταν συνέλαβε τόν Ἰησοῦν δέν τόν ἔφερε στό δικαστήριο ἀλλά στόν πεθερό τοῦ ἀρχιερέα, τόν Ἄννα, πού ὑπηρέτησε στό παρελθόν σάν ἀρχιερέας. Καί ὁ Ἄννας, χωρίς νά ἔχει καμιά ἐξουσία ἄρχισε ἀνάκριση γιά νά βρεῖ αἰτία ἐναντίον τοῦ συλληφθέντος. Κι ὁ Χριστός ἀπαντᾶ. «Ἐπερώτησον τούς ἀκηκοότας ἐν κρυπτῷ ἐλάλησα οὐδέν». (Ἰω. ιη',20). Ἡ ἀπάντηση δέν ἄρεσε καί ἕνας ὑπηρέτης ἐρράπισε τόν Ἰησοῦν λέγοντας «οὕτως ἀποκρίνη τῷ ἀρχιερεῖ;» Σέ λίγη ὥρα ὁδήγησαν τόν Χριστό στό σπίτι τοῦ ἀρχιερέα Καϊάφα καί μέχρις ὅτου μαζευτοῦν τά μέλη τοῦ Μεγάλου Συνεδρίου οἱ ὑπηρέτες ἔδερναν, ἔβριζαν καί κοροΐδευαν τόν Χριστό. Τό ἑβραϊκό δίκαιο ἀπαγόρευε τήν ἀνάκριση καί τήν κακοποίηση τοῦ κατηγορουμένου. (Mishna, Sotah 1,4).
Καί ἄρχισε ἡ συνεδρίαση τοῦ Ἀνωτάτου Ἑβραϊκοῦ Δικαστηρίου μέ ἄλλες τρεῖς δικονομικές παραβάσεις. Τό Μέγα Συνέδριο συνεδρίασε στό σπίτι τοῦ ἀρχιερέα καί ὄχι στό κτίριο τοῦ Δικαστηρίου καί συνεδρίασε νύκτα, πράγμα ἀπαγορευμένο (Mishna, Sanhedrin IV,1), χωρίς νά προϋπάρχει σαφής κατηγορία ἀπό δυό τουλάχιστον μάρτυρες, ὅπως ἀπαιτοῦσε ἡ δικονομία.
Μετά τήν ἔναρξη τῆς δίκης βρέθηκαν δυό ψευδομάρτυρες πού διαστρέβλωσαν τό λόγο τοῦ Κυρίου «λύσατε τόν ναόν τοῦτον καί ἐν τρισίν ἡμέρας ἐγερῶ αὐτόν» (Ἰω. β'19), πού ὁπωσδήποτε ἐλέχθηκε γιά τήν Ἀνάσταση τοῦ ἰδίου καί ὄχι γιά τό ναό τοῦ Σολομῶντος. Οἱ μαρτυρίες ὅμως δέν ταιρίαζαν μεταξύ τους, παρά τό γεγονός ὅτι δόθηκαν ἀντικανονικά μέ τήν ταυτόχρονη παρουσία καί τῶν δυό μαρτύρων. Ἔπρεπε λοιπόν νά καταδικαστοῦν σέ θάνατο οἱ ψευδομάρτυρες σύμφωνα μέ τό Δευτερονόμιον (ιθ' 18-21). «καί ἰδού μάρτυς ἄδικος ἐμαρτύρησεν ἄδικα, ἀντέστη κατά τοῦ ἀδελφοῦ αὐτοῦ, καί ποιήσετε αὐτῶ ὅν τρόπον πονηρεύσατο ποιῆσαι κατά τοῦ ἀδελφοῦ αὐτοῦ…. καί οἱ ἐπίλοιποι ἀκούσαντες φοβηθήσονται».
Τό Συνέδριο ἀποφάσισε ὅτι δέ μπορεῖ νά στηριχθεῖ σ' αὐτούς τούς μάρτυρες καί ὁ Πρόεδρός του, ὁ ἀρχιερέας Καϊάφας, ἐρώτησε τό Χριστό «σύ εἶ ὁ Χριστός ὁ υἱός τοῦ Θεοῦ; λέγει αὐτῶ ὁ Ἰησοῦς. Σύ εἴπας …. Τότε ὁ ἀρχιερεύς διέρρηξε τά ἱμάτια αὐτοῦ λέγων ὅτι ἐβλασφήμησε. Τί ἔτι χρείαν ἔχομεν μαρτύρων;» (Ματθαίου κστ' 63).
Ἡ ὁμολογία τοῦ κατηγορούμενου, ἄν τέτοια θεωρηθεῖ ἡ ἀπάντησή Του, δέν ἀποτελοῦσε κατά τό Μωσαϊκό Νόμο ἀπόδειξη. Χρειαζόταν μάρτυρες «ἐπί στόματος δυό μαρτύρων καί ἐπί στόματος τριῶν μαρτύρων στήσεται πᾶν ρῆμα» (Δευτερονόμιον ιθ'15).
Δέν ὑπῆρξε καθόλου ὑπεράσπιση, πού ἐθεωρεῖτο ἀπαραίτητο μέρος τῆς δικαστικῆς διαδικασίας. (Sanhedrin IV,5). Τήν ὑπεράσπιση τήν ἀνελάμβανε ἕνας τουλάχιστον ἀπό τούς δικαστές γιά νά μήν μείνει κανένας κατηγορούμενος ἀνυπεράσπιστος.
Ὁ ἀρχιερέας «διέρρηξε τά ἱμάτια του» πράγμα πού ἀπαγορεύει ὁ Μωσαϊκός νόμος στούς ἱερεῖς (Λευϊτικόν 6, κα'10).
Καί τά μέλη τοῦ Συνεδρίου ἀπεκρίθησαν «ἔνοχος θανάτου ἐστι» (Ματθαίου κστ'67). Ἡ ψηφοφορία ἔγινε ταυτόχρονα, ἐνῶ ἔπρεπε νά γίνει μέ τή σειρά, ἀπό τό νεότερο δικαστή πρός τούς παλαιότερους γιά νά μήν ἐπηρεαστοῦν μεταξύ τους.
Μετά τήν καταδίκη ἄρχισαν ἄλλα ἔκτροπα «καί ἤρξαντο τινες ἐμπτύειν αὐτῶ καί περικαλύπτειν τό πρόσωπον αὐτοῦ καί κολαφίζειν αὐτόν καί λέγειν αὐτῶ προφήτευσον ἡμῖν τίς ἐστίν ὁ παίσας σε. Καί οἱ ὑπηρέται ραπίσμασιν αὐτόν ἔβαλον». (Μάρκ. ιδ' 65).
Γιά νά τηρήσουν οἱ ἀρχιερεῖς καί οἱ Φαρισσαῖοι τά προσχήματα περίμεναν νά ξημερώσει καί συνεδρίασαν πάλιν γιά νά ἐπικυρώσουν τήν καταδίκη στό κτίριο τοῦ Μεγάλου Συνεδρίου, δίπλα στά τείχη τῆς Ἱερουσαλήμ. «Καί εὐθέως ἐπί τό πρωΐ συμβούλιον ποιήσαντες οἱ ἀρχιερεῖς μετά τῶν πρεσβυτέρων καί γραμματέων καί ὅλον τό συνέδριον, δήσαντες τόν Ἰησοῦν ἀπήνεγκαν καί παρέδωκαν τῷ Πιλάτῳ». (Μάρκ. ιε',1).
Ὁ Χριστός συνελήφθη τήν Πέμπτη τό βράδυ καί ἡ ἐπίσημη δίκη διεξήχθηκε, ὁλοκληρώθηκε καί ἐκτελέστηκε ἡ θανατική ποινή μέσα στήν ἴδια μέρα, τήν Παρασκευή, κατά παράβαση τῶν κανόνων (Sanhedrin IV,I), ἐνῶ ἔπρεπε νά περάσουν 4 τουλάχιστον μέρες.
Γράφεται στήν Ἀκολουθία τῶν Ἁγίων Παθῶν πρίν ἀπό τό 12ο Εὐαγγέλιο ὅτι: «Ἤδη βάπτεται κάλαμος ἀποφάσεως παρά κριτῶν ἀδίκων καί Ἰησοῦς δικάζεται καί κατακρίνεται Σταυρῷ. Καί πάσχει ἡ κτίσις ἐν Σταυρῷ καθορῶσα τόν Κύριον. Ἀλλ’ ὁ φύσει σώματος δι’ ἐμέ πάσχων, Ἀγαθέ, Κύριε, δόξα σοι».
Κατά τό Μωσαϊκό Νόμο ἡ Θεοποίηση ἀνθρώπου ἀποτελοῦσε βλασφημία καί ἀδίκημα. Ὁ κατηγορούμενος ὅμως ἐδικαιοῦτο ὑπεράσπιση.
Ὁ Χριστός ἔκανε ἀναρίθμητα θαύματα μπροστά στό λαό. Καί οἱ ἴδιοι οἱ κάτοικοι τῆς Ἱερουσαλήμ τόν ὑποδέχτηκαν μερικές μέρες πρίν ἀπό τή δίκη ψάλλοντας «Ὡσαννά, εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου, ὁ Βασιλεύς τοῦ Ἰσραήλ». (Ἰω.ιβ' 13).
Ἐξ ἄλλου ἡ ἀνθρωπότητα περίμενε τό Σωτήρα, «τήν προσδοκία τῶν ἐθνῶν», «τόν καθολικό διδάσκαλο» τοῦ Σωκράτη, τό «Λόγο» τοῦ Πλάτωνα, τόν «Ἄγνωστο Θεό» τῶν Ἀθηναίων, τόν «νέο Θεό» τῶν 3 μάγων, τόν «ἅγιο» τοῦ Κομφούκιου καί τόν ἀναμενόμενο ἀπό ὅλους τούς Προφῆτες τοῦ Ἰσραήλ «Μεσσία». Οἱ μορφωμένοι ἑβραῖοι γνώριζαν καλά ὅλες τίς προφητεῖες, πού συνέκλιναν καί συμφωνοῦσαν ὅτι ὁ κατηγορούμενος Ἰησοῦς ἦταν ὁ ἴδιος ὁ Μεσσίας - Χριστός ὅπως ἀναφέρεται καί στό βιβλίο τοῦ Ἰώσηπου Contra Apionem Lib. II 17. Ἡ ζωή, ἡ διδασκαλία Του καί τά ἀπειράριθμα θαύματά Του δέν χωροῦσαν καμιά ἀμφιβολία. Τό Μεγάλο Συνέδριο ὅμως ἀπαξιεῖ νά μελετήσει τό θέμα καί νά ἐξετάσει μήπως ἐνώπιόν του ἀντί Θεοποίηση ἀνθρώπου ἔχει ἐνανθρώπιση Θεοῦ. Μᾶλλον δέν ἀπαξιεῖ, ἀλλά σέ γνώση του καταδικάζει τό Μεσσία, ἐφ’ ὅσον ὁ ἀρχιερέας εἶχε πεῖ μετά τήν ἀνάσταση τοῦ Λαζάρου «οὗτος ὁ ἄνθρωπος πολλά σημεῖα ποιεῖ …», ὅπως ἀναφέρεται καί στό βιβλίο «Ἡ δίκη τοῦ Ἰησοῦ» τοῦ εἰσαγγελέα Χρήστου Τραπεζούντιου.
Πρεσβύτεροι καί Ἀρχιερεῖς κατεδίκασαν σέ θάνατο τό Θεό τους καί δέσμιο τόν ὁδηγοῦν στόν ρωμαῖο Πιλάτο γιά νά ἐπικυρώσει τή θανατική καταδίκη.
Μία νέα δίκη, Ρωμαϊκή, ξεκινᾶ.
Ἤτανε πρωΐ τῆς Παρασκευῆς, τῆς προηγούμενης μέρας τοῦ ἑβραϊκοῦ Πάσχα, πού ἔφεραν οἱ ἑβραῖοι τόν Ἰησοῦν ἔξω ἀπό τό Πραιτώριο. Οἱ ἑβραῖοι δέν ἤθελαν νά μποῦν στήν κατοικία εἰδωλολάτρη γιά νά μή μολυνθοῦν πρίν ἀπό τό Πάσχα καί στήν ἐπιμονή τους ὁ ρωμαῖος ἡγεμόνας διέταξε καί τοποθέτησαν στό λιθόστρωτο μπροστά ἀπό τό Πραιτώριο τή δικαστική του ἕδρα γιά νά δικάσει ἐκεῖ τόν κατηγορούμενο. Κατά τό τυπολατρικό ρωμαϊκό δίκαιο ἡ δικαστική ἐξουσία ἦταν ἀπόλυτα συνδεδεμένη μέ τήν ἕδρα, τήν τήβεννο καί τή σφραγίδα τοῦ δικαστῆ παρά μέ τό ἄτομό του.
Μέ τήν ἔναρξη τῆς δίκης παρατηρεῖται ἡ πρώτη δικονομική παράβαση. Ὁ κατηγορούμενος ἤτανε δέσμιος κατά τή διάρκεια τῆς δίκης ἐνῶ ἔπρεπε νά θεωρεῖται ὁ κατηγορούμενος ἀθῶος μέχρι τήν καταδίκη. Καί ἀρχίζει ἡ δίκη μέ τήν ἐρώτηση τοῦ Πιλάτου: «τίνα κατηγορίαν φέρετε κατά τοῦ ἀνθρώπου τούτου;»
Ἔπρεπε λοιπόν οἱ ἑβραῖοι νά κατηγορήσουν τόν Ἰησοῦν. Ἀλλά κατηγορία γιά βλασφημία δέ θά ἐνδιέφερε τόν ρωμαῖο ἡγεμόνα. Οὔτε θά ἐπέφερε θανατική καταδίκη. Ὁ ἀρχιερέας Καϊάφας διετύπωσε ἐνώπιον τοῦ λαοῦ νέα, ἐντελῶς ψευδῆ, κατηγορία λέγοντας «τοῦτον εὕρομεν διαστρέφοντα τό ἔθνος καί κωλύοντα Καίσαρι φόρους διδόναι, λέγοντα ἑαυτόν Χριστόν Βασιλέα εἶναι». (Λουκ. κγ',2)
Ἡ ἀπάντηση τοῦ Καϊάφα ἤτανε ἐντελῶς ψευδής γιατί τό Μέγα Συνέδριο καταδίκασε τόν Ἰησοῦν μέ ἄλλη κατηγορία, τήν βλασφημία. Ἤτανε ψέμα ὅμως καί τό περιεχόμενό της, γιατί ὁ Χριστός εἶχε δώσει διαφορετική ἀπάντηση στούς μαθητές τῶν Φαρισσαίων, ὅταν τόν ρώτησαν γιά τή ρωμαϊκή φορολογία «ἀπόδοτε οὖν τά Καίσαρος Καίσαρι καί τά τοῦ Θεοῦ τῷ Θεῷ» (Ματθ. κβ',21).
Ἔπρεπε βάσει τοῦ Ρωμαϊκοῦ Δικαίου νά γίνει γραπτή αἴτηση γιά εἰσαγωγή σέ δίκη. Ἔπρεπε νά ἀναφερθεῖ τό ὄνομα καί τά στοιχεῖα τοῦ κατηγορούμενου καί νά διατυπωθεῖ ἀκριβῶς ἡ κατηγορία. Ἔπρεπε νά συνταχθεῖ πρωτόκολλο κατηγορίας. Ἔπρεπε νά καθοριστεῖ ἡ μέρα τῆς δίκης καί νά κληθοῦν καί νά ἀκουστοῦν, ἐκείνη τή μέρα, οἱ μάρτυρες. (Δημαρά: Ἱστορία Ρωμαϊκοῦ Δικαίου, Β 132). Ἐάν ὅμως θεωρηθεῖ ὅτι δέν ἐπρόκειτο γιά πρωτόδικη ὑπόθεση ἀλλά γιά ἐπικύρωση τῆς θανατικῆς καταδίκης τοῦ ἑβραϊκοῦ δικαστηρίου, τότε ἡ εἰσαγωγή στή δίκη ἔπρεπε νά γίνει μέ καταχώριση γραπτῆς αἴτησης μαζί μέ τήν πρωτόδικη ἀπόφαση.Ὁ Πιλάτος δέν ἔκανε τίποτε ἀπ’ αὐτά. Κατέβηκε ἀπό τήν ἕδρα του, πράγμα πού κατά τό Ρωμαϊκό Δίκαιο σήμαινε ὅτι δέν ἔχει πλέον δικαστική ἐξουσία, μπῆκε στό Πραιτώριο καί ἐκεῖ συνομίλησε μέ τόν κατηγορούμενο, μακριά ἀπό τό μαινόμενο πλῆθος τῶν ἑβραίων, ἐνεργώντας κάποιας μορφῆς ἀνάκριση.
«Σύ εἶ ὁ βασιλεύς τῶν Ἰουδαίων;» (Λουκ. κγ'3), ρώτησε ὁ Πιλάτος τόν Ἰησοῦν, ὁ ὁποῖος ἀπεκρίθη «ἡ βασιλεία ἡ ἐμή οὐκ ἔστιν ἐκ τοῦ κόσμου τούτου …. ἐγώ …. εἰς τοῦτο ἐλήλυθα εἰς τόν κόσμον, ἵνα μαρτυρήσω τῇ ἀληθείᾳ». (Ἰω. ιη', 35 ἑπ.)
Τήν ἀπάντηση τοῦ Ἰησοῦ τήν κατάλαβε ὁ Πιλάτος. Ὁ Χριστός ἤτανε πνευματικός ἡγέτης καί ὄχι κοσμικός ἄρχοντας. Ἔκρινε ἀμέσως ὅτι δέν εὐσταθοῦσε ἡ κατηγορία καί δέν ὑπῆρξε ὁ Ἰησοῦς ἔνοχος ἀντιποίησης ἐξουσίας. Ὁ Πιλάτος ἐπιβεβαίωσε τή θέση του μέ τή φράση πού ἐξεστόμισε «τί ἔστιν ἀλήθεια;» Μία ἐρώτηση πού δέν περίμενε ἀπάντηση γιατί ἡ ἀλήθεια ἤτανε κατ’ ἐκεῖνον μία φιλοσοφική οὐτοπία. Μέ τό πρακτικό ρωμαϊκό πνεῦμα πού τόν χαρακτήριζε ὁ Πιλάτος βγῆκε ἀπό τό Πραιτώριο καί ἀθώωσε ἀμέσως τόν κατηγορούμενο λέγοντας στούς Ἰουδαίους «ἐγώ οὐδεμίαν αἰτίαν εὑρίσκω ἐν αὐτῷ». (Ἰω. ιη' 38). Ἔπρεπε ὁ Ἰησοῦς νά ἀφεθῆ ἀμέσως ἐλεύθερος.
Ὁ ὄχλος ὅμως δημιουργοῦσε μεγάλο θόρυβο μπροστά στό ἀνάκτορο ἐπιμένοντας στή θανατική καταδίκη. Μέσα ἀπό τίς φωνές ὁ Πιλάτος ξεχώρισε ὅτι ὁ Ἰησοῦς ἤτανε Γαλιλαῖος. Καί ἡ Γαλιλαία ἦταν ἔξω ἀπό τή δικαιοδοσία τοῦ Πιλάτου. Ἡ Γαλιλαία εἶχε ἄρχοντα, τετράρχη, τόν ἐξηρτημένο βασιλιά Ἡρώδη τόν Ἀντύπα.
Ὁ Πιλάτος λοιπόν παρά τό γεγονός ὅτι εἶχε ἀμέσως προηγουμένως ἀθωώσει τόν Ἰησοῦν, ἐπικαλέστηκε τήν τοπική ἁρμοδιότητα τοῦ Ἡρώδη. Καί γιά νά ἀπαλλαγεῖ ἀπό κάθε εὐθύνη ἔστειλε τόν Ἰησοῦν στόν Ἡρώδη, πού βρισκόταν ἐκεῖνες τίς μέρες στήν Ἱερουσαλήμ. (Λουκ. κγ' 6-7).
Ὁ Ἰησοῦς δέν ἀπάντησε σέ καμιά ἀπό τίς ἐρωτήσεις τοῦ Ἡρώδη, πού ἀποκεφάλισε τόν ΄Ἅγιο Ἰωάννη τόν Πρόδρομο. Ὁ πανοῦργος Ἡρώδης δέν θέλησε νά ξαναβάψει τά χέρια του μέ ἅγιο αἷμα καί ἀπεφάσισε ὅτι δέν ἔχει ἁρμοδιότητα γιατί τό ἀδίκημα τοῦ Ἰησοῦ καί ἡ ἑβραϊκή καταδίκη του ἔγιναν ἔξω ἀπό τά δικά του σύνορα τῆς Γαλιλαίας.
Ὁ Χριστός λοιπόν ἀθωώθηκε γιά δεύτερη φορά ἀπό τή Ρωμαϊκή ἐξουσία μέ τήν ἀπόφαση τοῦ Ἡρώδη. Ἀντί ὅμως νά ἀφεθεῖ ἐλεύθερος ὁδηγεῖται καί πάλιν δέσμιος στόν Πιλάτο, ἀφοῦ ὁ Ἡρώδης καί οἱ στρατιῶτες του τόν ἐξευτέλισαν καί τοῦ φόρεσαν βασιλικό μανδύα (Λουκ. κγ' 11) πράγματα ἐντελῶς ἀπαράδεκτα μέ τήν ἀπαλλαγή τοῦ κατηγορούμενου, ἔστω καί γιά ἔλλειψη τοπικῆς ἁρμοδιότητας.
Ὁ Πιλάτος βγῆκε στόν ἐξώστη τοῦ Πραιτωρίου καί ἀθώωσε γι’ ἄλλη μία φορά τόν Ἰησοῦν λέγοντας «ἰδού ἐγώ ἐνώπιον ὑμῶν ἀνακρίνας οὐδέν εὗρον ἐν τῷ ἀνθρώπῳ τούτω αἴτιον ὧν κατηγορεῖτε κατ’ αὐτοῦ. Ἀλλ’ οὐδέ Ἡρώδης. Ἀνέπεμψα γάρ ὑμᾶς πρός αὐτόν. Καί ἰδού οὐδέν ἄξιον θανάτου ἐστί πεπραγμένον αὐτῶ». (Λουκ. κγ' 15-16)
Οἱ Ἰουδαῖοι φώναζαν περισσότερο καί στό δίλημμα τοῦ Πιλάτου προστέθηκε καί τό μήνυμα τῆς γυναίκας του Πρόκλας «μηδέν σοί καί τῷ δικαίῳ ἐκείνῳ. Πολλά γάρ ἔπαθον σήμερον κατ’ ὄναρ δι' αὐτόν» (Ματθ. κζ' 20). Ἀξίζει νά σημειωθεῖ ὅτι ἡ Πρόκλα βαπτίστηκε Χριστιανή καί ἑορτάζεται ἡ μνήμη της ὡς ἁγίας στίς 27 Ὀκτωβρίου.
Ὁ Πιλάτος παρουσίασε τό Χριστό καί τό ληστή Βαρραβᾶ μπροστά στό λαό καί ρώτησε ποιόν ἀπό τούς δυό νά ἀπολύση γιά τή γιορτή τοῦ Πάσχα. Καί ἀκούγονταν ἀκόμη δυνατότερες οἱ φωνές τοῦ ὄχλου πού ζητοῦσε τήν ἀπόλυση τοῦ Βαρραβᾶ καί τή θανάτωση τοῦ Ἰησοῦ.
Ὁ σκληρός τύρρανος, πού ἤτανε ταυτόχρονα ἄβουλος καί ἀναποφάσιστος, διέταξε νά μαστιγωθεῖ ὁ Ἰησοῦς. Ἡ μαστίγωση ἤτανε σκληρή ποινή πού συνόδευε τήν ἔσχατη ποινή τῆς σταυρώσεως. Μποροῦσε νά ἐπιβληθεῖ καί σάν αὐτοτελής ποινή. Σέ καμιά περίπτωση ὅμως δέ μποροῦσε νά ἐπιβληθεῖ σέ πρόσωπο πού ἀθωώθηκε ἤ ἔστω σέ κατηγορούμενο πρίν ἀπό τήν τελική καταδίκη του. Ἡ νομοθεσία τοῦ Ἰουλίου Καίσαρος (Τίτλος 1ος θέμα 1ον καί τίτλος 6ος θέμα 7ον) ἤτανε σαφής καί παρεβιάσθη κατάφορα.
Σκηνές πού θά ντροπιάζουν τήν ἀνθρωπότητα καί εἰδικότερα τήν ἀνθρώπινη δικαιοσύνη ἀκολούθησαν. Μετά ἀπό τό βάναυσο φραγγέλωμα στήν αὐλή τοῦ Πραιτωρίου ἔντυσαν τό ματωμένο σῶμα τοῦ ἐνανθρωπήσαντος Θεοῦ μέ βασιλική χλαμύδα, στεφάνωσαν τήν κεφαλή τοῦ αἰώνιου Βασιλέα μέ ἀκάνθινο στεφάνι καί βασάνισαν καί ἐξευτέλισαν τόν ἀμνό τοῦ Θεοῦ τόν αἵροντα τήν ἁμαρτία τοῦ κόσμου. (Ἰω. ιθ' 1-3)
Ὁ ἐκπρόσωπος τῆς ἀνθρώπινης δικαιοσύνης, ὁ Πιλάτος, βγῆκε πάλι ἀπό τό Πραιτώριο, κάθισε στήν δικαστική ἕδρα στό ὕψωμα τοῦ Λιθόστρωτου καί ἀπευθυνόμενος στούς ἀρχιερεῖς καί τόν ὄχλο «λέγει αὐτοῖς. Ἴδε ὁ ἄνθρωπος. Ὅτε οὖν εἶδον αὐτόν οἱ ἀρχιερεῖς καί οἱ ὑπηρέται, ἐκραύγασαν λέγοντες. Σταύρωσον σταύρωσον αὐτόν. Λέγει αὐτοῖς ὁ Πιλάτος. Λάβετε αὐτόν ὑμεῖς καί σταυρώσατε. Ἐγώ γάρ οὔχ εὑρίσκω ἐν αὐτῷ αἰτίαν. Ἀπεκρίθησαν αὐτῷ οἱ Ἰουδαῖοι: ἡμεῖς νόμον ἔχομεν, κατά τόν νόμον ἡμῶν ὀφείλει ἀποθανεῖν, ὅτι ἑαυτόν Θεοῦ υἱόν ἐποίησεν». (Ἰω.ιθ' 6-7).
Ὁ Πιλάτος ἀθώωσε τό Χριστό γιά ἄλλη μία φορά, ἀλλά πάλι δέν τόν ἀπέλυσε. Καί οἱ Ἰουδαῖοι παραδέχθηκαν ὅτι ὁ κατηγορούμενος βρέθηκε ἀπό τό Μέγα Συνέδριο ἔνοχος θανάτου κατά τό Μωσαϊκό δῆθεν Νόμο γιατί ἀπεκάλεσε τόν ἑαυτό του υἱό Θεοῦ, πράγμα πού ἀπέκρυψαν ἀπό τόν Πιλάτο μέχρι τή στιγμή αὐτή.
Ὁ Πιλάτος παρέβη τή βασική νομική ἀρχή τοῦ Ρωμαϊκοῦ Δικαίου «non bis in idem» (ὄχι δίς ἐπί τῆς αὐτῆς ὑποθέσεως) καί ξαναμπῆκε στό Πραιτώριο γιά νά ἀνακρίνει καί πάλι τόν Ἰησοῦν. Ἡ νέα ἀπροσδόκητη κατηγορία ὅτι «ἑαυτόν υἱόν Θεοῦ ἐποίησε», ἡ ἐπιβλητική προσωπικότητα τοῦ Κυρίου, ἡ γαλήνη πού ἀκτινοβολοῦσε, τό μήνυμα τῆς γυναίκας τοῦ Πιλάτου καί ὁ θρησκευτικός φανατισμός τῶν Ἰουδαίων συγκλόνισαν καί σύγχισαν τόν Πιλάτο.
Ὁ Πιλάτος συνομίλησε πάλι μέ τόν Κύριο. Ὁ κατηγορούμενος δέν ἤτανε συνηθισμένος ἄνθρωπος καί μιλοῦσε σάν νά εἶχε θεϊκή ἐξουσία. Ὁ κατηγορούμενος ἤτανε ἀνώτερος ἀπό τό δικαστή του. «Ἐκ τούτου ἐζήτει ὁ Πιλάτος ἀπολύσαι αὐτόν». (Ἰω. ιθ' 13).
Ξανακάθησε ὁ Πιλάτος στή δικαστική ἕδρα καί ἄνοιξε νέα συζήτηση μέ τόν ὄχλο σέ μία τελευταία προσπάθεια νά ἀποφύγει τή σταύρωση τοῦ Ἰησοῦ. «οἱ δέ Ἰουδαῖοι ἔκραζον λέγοντες. ἐάν τοῦτον ἀπολύσης οὐκ εἶ φίλος τοῦ Καίσαρος. Πᾶς ὁ βασιλέα ἑαυτόν ποιῶν ἀντιλέγει τῷ Καίσαρι». (Ἰω. ιθ'13).
Τό τελευταῖο τέχνασμα τῶν ἑβραίων συγκλόνισε τόν Πιλάτο γιατί βρισκόταν σέ κάποια δυσμένεια τοῦ αὐτοκράτορα Τιβερίου (Ἰωσήπου Lib. XIII, Cap. III,1) καί ἀποφάσισε ἀμέσως νά σώσει τό τομάρι του παρά νά ὑπερασπιστεῖ τή δικαιοσύνη. Γιά νά ἀποφύγει τό βάρος τῆς ἄδικης καταδίκης δέν ἐξέδωσε δικιά του ἀπόφαση ἀλλά «λαβών ὕδωρ ἀπενίψατο τάς χείρας ἀπέναντι τοῦ ὄχλου λέγων. Ἀθῶος εἰμί ἀπό τοῦ αἵματος τοῦ δικαίου τούτου. Ὑμεῖς ὄψεσθε. Καί ἀποκριθείς πᾶς ὁ λαός εἶπε. Τό αἷμα αὐτοῦ ἐφ’ ἡμᾶς καί ἐπί τά τέκνα ὑμῶν. Τότε ἀπέλυσεν αὐτοῖς τόν Βαρραβᾶν, τόν δέ Ἰησοῦν φραγγελλώσας παρέδωκεν ἵνα σταυρωθῆ». (Μάτθ. κζ' 24).
Ἐάν θεωρηθεῖ ὅτι ἡ πράξη τοῦ Πιλάτου νά νίψει τά χέρια του καί νά ἐπιτρέψει στούς Ἑβραίους νά σταυρώσουν τό Χριστό ἰσοδυναμεῖ μέ θανατική καταδίκη τότε πρέπει νά θεωρήσουμε ὅτι κατεδικάσθη ὁ Ἰησοῦς σέ θάνατο ἐπί ἐσχάτῃ προδοσία ἐπειδή παρουσιαζόταν σάν βασιλέας, πράξη ἀντίθετη πρός τήν Lex Julia Majestatis καί τά Crimina Imminutae Majestatis.
Καί ἀκολούθησε ἡ ἐκτέλεση. Οἱ ἄνθρωποι σταύρωσαν τόν ἴδιο τό Θεό τους. Καί στάθηκαν οἱ Ἑβραῖοι ἀπέναντι ἀπό τόν Σταυρό καί ἔβριζαν καί κοροΐδευαν. (Μάρκ. ιε΄31) «Ὁμοίως δέ καί οἱ ἀρχιερεῖς ἐμπαίζοντες πρός ἀλλήλους μετά τῶν γραμματέων ἔλεγον ἄλλους ἔσωσεν, ἑαυτόν οὐ δύναται σῶσαι». Παραδέχονταν δηλαδή καί ἐνώπιον τοῦ Σταυροῦ ὅτι ὁ Χριστός ἔκανε θαύματα καί ἔσωσε ἄλλους.Σταυρώθηκε λοιπόν ὁ Χριστός καί ἀπέθανε καί τήν τρίτη ἡμέρα ἀνεστήθη. Τί ἀπέγιναν ὅμως οἱ ἄνθρωποι πού ἦταν ὑπόλογοι γιά τήν ἄδικη καταδίκη Του; Ὁ προδότης Ἰούδας ἐπέστρεψε στόν Ναό, ἔριξε πίσω τά τριάκοντα ἀργύρια καί κρεμάστηκε σέ δένδρο ἔξω ἀπό τήν Ἱερουσαλήμ καί αὐτοκτόνησε.
Στό βίο τῆς Ἁγίας Μαρίας τῆς Μαγδαληνῆς (Μέγας Συναξαριστής, ἔκδοση Ε΄, Τόμος 7ος, σελ. 425) ἀναφέρεται ὅτι πῆγε στή Ρώμη καί κατήγγειλε στόν Τιβέριο Καίσαρα τόν Πόντιο Πιλάτο καί τούς ἀρχιερεῖς. Ὁ Καίσαρας ἀκούοντας γιά τά θαύματα τοῦ Χριστοῦ καί γνωρίζοντας ὅτι κατά τόν χρόνο τῆς σταύρωσης, ἔγινε σκότος σέ ὁλόκληρη τήν οἰκουμένη διέταξε τήν προσαγωγή τοῦ Πιλάτου, τοῦ Ἄννα καί τοῦ Καϊάφα στή Ρώμη. Ὁ Καϊάφας πέθανε κατά τό ταξίδι καί ὁ Ἄννας ἐκτελέστηκε στή Ρώμη. Ὁ Πιλάτος φυλακίστηκε ἔξω ἀπό τή Ρώμη καί πέθανε στήν φυλακή. Ἀντίθετα στά «Χρονικά» τοῦ Ζωναρᾶ, βιβλίο στ', γράφεται ὅτι ὁ διάδοχος τοῦ Τιβερίου ὁ Καλλιγούλας ἐξόρισε τόν Πιλάτο στήν Γαλλία καί στό Γ' βιβλίο τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Ἱστορίας τοῦ Εὐσέβιου γράφεται ὅτι ὁ Πιλάτος ὅταν ἦταν ἐξόριστος στήν Γαλλία ἦρθε σέ ἀπόγνωση καί αὐτοκτόνησε.
Αὐτά λοιπόν γιά τή δίκη τοῦ Χριστοῦ καί γιά τή δίκη τῶν δικαστῶν Του, στήν ὁποία ὁ Αὐτοκράτορας κατεδίκασε τούς δικαστές καί κατά συνέπεια αὐτή ἡ ἀπόφαση ἀποτελεῖ τήν ἕβδομη καί τελική ἀθώωση τοῦ Χριστοῦ.
Στήν ἑβραϊκή δίκη τοῦ Μεγάλου Συνεδρίου σημειώσαμε 16 ἀπό τίς παραβάσεις τοῦ Μωσαϊκοῦ Νόμου. Στή δίκη τοῦ Πιλάτου σημειώσαμε ἄλλες 16 σοβαρές παραβάσεις τοῦ Ρωμαϊκοῦ Δικαίου. Ἡ ὅλη ὅμως διεξαγωγή τῶν δικῶν, ἀπό τή βραδινή σύλληψη μέχρι τήν μεσημβρινή Σταύρωση, οἱ ψευδεῖς καί ἐναλλασσόμενες κατηγορίες, ἡ συνεχής ἐναλλαγή τῆς δίκης καί τῆς ἀνάκρισης, ἡ μεταφορά τοῦ Χριστοῦ ἀπό τά σπίτια τῶν ἀρχιερέων στό Πραιτώριο, στό λιθόστρωτο, στόν Ἡρώδη, οἱ βασανισμοί τοῦ κατηγορουμένου καί ἡ Σταύρωσή Του ἐνῶ βρέθηκε 6 φορές ἀθῶος ἀπό τόν Πιλάτο καί τόν Ἡρώδη, δέν μποροῦν νά χαρακτηριστοῦν σάν δίκη, οὔτε σάν παρωδία δίκης ἀλλά σάν τό μεγαλύτερο κακούργημα τῆς ἀνθρωπότητας καί τήν αἰώνια ντροπή πού βαρύνει τόν κόσμο ὅλο. Μεγαλύτερο ἔγκλημα δέ μποροῦσε νά διαπράξει ὁ ἄνθρωπος. Καί ὅμως τόν Σταυρό τοῦ θανάτου μετέτρεψε ὁ Κύριος σέ ξύλο τῆς ζωῆς καί τό μέγα ἔγκλημα τό μετέτρεψε σέ Θεῖο Σχέδιο Σωτηρίας γιά μᾶς, τούς δήμιους Του. Τίποτε ἀντάξιό τῆς θυσίας Του δέν ἔχουμε νά τοῦ ἀντιπροσφέρουμε καί περιοριζόμαστε στό μυστήριο τῆς Θείας Μεταλήψεως. Τό Αἷμα τοῦ Χριστοῦ δέν εἶναι «ἐφ' ἡμᾶς καί ἐπί τά τέκνα ἡμῶν» ἀλλά μᾶς προσφέρεται γιά νά σωθοῦμε ἐμεῖς καί τά παιδιά μας…….
Εὐχόμαστε ἡ Σταυρική θυσία τοῦ Κυρίου μας νά σώσει κι ἐμᾶς ἀπό τήν δικαία καταδίκη".