ΤΟ ΣΥΝΑΞΑΡΙΟΝ ΤΟΥ ΠΑΣΧΑ

myrof 1

Εἰ καὶ ἐν τάφῳ κατῆλθες ἀθάνατε, ἀλλὰ τοῦ ᾍδου καθεῖλες τὴν δύναμιν, καὶ ἀνέστης ὡς νικητής, Χριστὲ ὁ Θεός, γυναιξὶ Μυροφόροις φθεγξάμενος. Χαίρετε, καὶ τοῖς σοῖς Ἀποστόλοις εἰρήνην δωρούμενος ὁ τοῖς πεσοῦσι παρέχων ἀνάστασιν.


Τῇ ἁγίᾳ καὶ μεγάλῃ Κυριακῇ τοῦ Πάσχα, αὐτὴν τὴν ζωηφόρον Ἀνάστασιν ἑορτάζομεν τοῦ Κυρίου, καὶ Θεοῦ καὶ Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ.

Στίχοι
Χριστὸς κατελθὼν πρὸς πύλην ᾍδου μόνος
Λαβὼν ἀνῆλθε πολλὰ τῆς νίκης σκῦλα.

ΣΥΝΑΞΑΡΙΟΝ

232

Τὴ σημερινὴ γιορτὴ τὴν ὀνομάζουμε Πάσχα. Στὴν ἑβραϊκὴ γλώσσα Πάσχα σημαίνει διάβαση, πέρασμα. Αὐτὴ τὴν ἡμέρα, τὴν Κυριακή, ὁ Θεὸς ἄρχισε ἀπ’ τὸ μηδὲν τὴ Δημιουργία τοῦ κόσμου. Αὐτὴ τὴν ἡμέρα βοήθησε τοὺς Ἰσραηλίτες νὰ περάσουν τὴν Ἐρυθρὰ Θάλασσα (τοὺς ἄνοιξε διάβαση, πέρασμα) καὶ τοὺς λύτρωσε ἀπ’ τὴ δουλεία τοῦ Φαραώ. Αὐτὴ τὴν ἡμέρα, τὴν Κυριακή, κατέβηκε ὁ Κύριος ἀπὸ τὸν οὐρανὸ (κατὰ τὸν Εὐαγγελισμό) καὶ κατοίκησε στὴ μήτρα τῆς Ἀειπαρθένου Μαρίας. Αὐτὴ τὴν ἡμέρα ἅρπαξε ὁ Θεὸς ὅλο τὸ ἀνθρώπινο γένος ἀπ’ τὸν πυθμένα τοῦ Ἅδη, τὸ ἀνέβασε στὸν οὐρανὸ καὶ τὸ ὁδήγησε στὴν ἀρχαία δόξα τῆς ἀφθαρσίας. Βέβαια, ὅταν κατέβηκε στὸν Ἅδη, δὲν τοὺς ἐλευθέρωσε ὅλους, ἀλλὰ μόνο ὅσους θέλησαν νὰ πιστέψουν σ’ Αὐτόν. Σὲ ὅλες ὅμως τὶς ψυχὲς τῶν ἁγίων ἀπ’ τὴ Δημιουργία τοῦ κόσμου μέχρι τότε, χάρισε τὴν ἐλευθερία καὶ τοὺς ἔδωσε τὴ δυνατότητα ν’ ἀνεβοῦν στὸν οὐρανό. Γι’ αὐτὸ τὸ λόγο μὲ ὑπερκόσμια καὶ πανευφρόσυνη χαρὰ γιορτάζουμε σήμερα μὲ λαμπρότητα τὴν Ἀνάσταση, δείχνοντας μ’ αὐτὸν τὸν τρόπο τὸ πόσο μεγάλη χαρὰ πῆρε ἡ ἀνθρώπινη φύση μας ἀπὸ τὴν πλούσια δωρεὰ τοῦ παντελεήμονος Κυρίου καὶ Θεοῦ μας. Κι ἀκόμα δίνουμε τὸν ἀσπασμὸ τῆς ἀγάπης ὁ ἕνας στὸν ἄλλον, δείχνοντας τὴν κατάργηση τῆς ἔχθρας καὶ τὴν ἕνωσή μας μὲ τὸ Θεὸ καὶ τοὺς ἀγγέλους.

Ἡ Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου ἔγινε ὡς ἑξῆς: Ἐνῶ οἱ στρατιῶτες φύλαγαν τὸν τάφο, κατὰ τὰ μεσάνυχτα ἔγινε σεισμός. Κι αὐτό, ἐπειδὴ κατέβηκε ἕνας Ἄγγελος κι ἀπομάκρυνε τὸ λίθο ἀπ’ τὴ θύρα τοῦ μνημείου. Ὅταν οἱ φύλακες συνῆλθαν κι εἶδαν τί ἔγινε, ἀπ’ τὸ φόβο τοὺς ἔφυγαν. Τότε ἦλθαν οἱ γυναῖκες «ὀψὲ Σαββάτου», ὅπως λέει τὸ Εὐαγγέλιο, δηλ. στὴ μέση περίπου τῆς νύχτας τοῦ Σαββάτου.

Πρῶτα-πρῶτα ἡ Ἀνάσταση ἔγινε φανερὴ στὴ Μητέρα τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία καθόταν ἀπέναντι ἀπ’ τὸν τάφο μαζὶ μὲ τὴ Μαρία τὴ Μαγδαληνή, ὅπως λέει ὁ Εὐαγγελιστὴς Ματθαῖος. Γιὰ νὰ μὴν εἶναι ὅμως ἀμφιβαλλόμενη ὑπόθεση ἡ Ἀνάσταση, οἱ Εὐαγγελιστὲς δὲν ἀναφέρουν ὅτι τὴν εἶδε πρῶτα ἡ Μητέρα Του, ἀλλὰ ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνή. Αὐτὴ εἶδε καὶ τὸν ἄγγελο ποὺ καθόταν πάνω στὸ λίθο κι ἔσκυψε καὶ εἶδε καὶ τοὺς ἄλλους ἀγγέλους μέσα στὸν τάφο. Αὐτοὶ μάλιστα τῆς μίλησαν καὶ τῆς ἀνήγγειλαν τὴν Ἀνάσταση. «Ἀναστήθηκε», τῆς εἶπαν· «δὲν εἶναι ἐδῶ· νὰ ὁ τόπος ποὺ εἶχαν τοποθετήσει τὸ νεκρό». Ἡ Μαρία, λοιπόν, μόλις ἄκουσε αὐτά, τρέχει καὶ πηγαίνει στοὺς ἔνθερμους μαθητές, τὸν Πέτρο καὶ τὸν Ἰωάννη, καὶ τοὺς φέρνει τὴ χαρμόσυνη εἴδηση. Κι ὅταν αὐτὴ ἐπέστρεφε μαζὶ μὲ τὴν ἄλλη Μαρία (τὴν Παναγία), τὶς συνάντησε ὁ Χριστὸς λέγοντάς τους: «Χαίρετε». Αὐτὸ ἔγινε, γιατί ἔπρεπε τὸ φύλο τῶν γυναικῶν, τὸ ὁποῖο ἄκουσε πρῶτο τή θλιβερὴ ἀπόφαση: «Μὲ λύπες θὰ γεννᾶς τὰ παιδιά σου», αὐτὸ πρῶτο ν’ ἀκούσει καὶ τὴ χαρμόσυνη ἀγγελία τῆς Ἀναστάσεως. Αὐτές, λοιπόν, ἀπ’ τὴν πολλὴ ἀγάπη ποὺ εἶχαν γιὰ τὸν Διδάσκαλο, πλησιάζουν γιὰ νὰ βεβαιωθοῦν πραγματικὰ γιὰ τὸ γεγονός, καὶ γονατίζοντας ἀγγίζουν τὰ ἄχραντα πόδια Του. Ὁ Πέτρος ἐν τῷ μεταξὺ κι ὁ Ἰωάννης πῆγαν στὸ μνημεῖο. Ὁ Πέτρος ἔσκυψε μόνο, εἶδε τὸ μνημεῖο κι ἔφυγε. Ὁ Ἰωάννης ὅμως μπῆκε καὶ μέσα. Αὐτὸς ἐξέτασε μὲ περισσότερη περιέργεια κι ἄγγιξε τὸ σινδόνι καὶ τὸ σουδάριο, μὲ τὰ ὁποία εἶχαν τυλίξει τὸ σῶμα καὶ τὸ κεφάλι τοῦ Ἰησοῦ.

Τὴν ὥρα τοῦ ὄρθρου ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ ξαναῆλθε μὲ ἄλλες γυναῖκες γιὰ νὰ βεβαιωθεῖ καλύτερα. Στὴν ἀρχὴ κάθισε ἔξω ἀπὸ τὸν τάφο κι ἔκλαιγε. Κι ὅταν ἔσκυψε νὰ κοιτάξει μέσα, εἶδε δυὸ ἀγγέλους μὲ ἀπαστράπτουσα λαμπρότητα, οἱ ὁποῖοι ἐπιτιμώντας τὴν κατὰ κάποιον τρόπο, τῆς εἶπαν: «Γυναίκα, γιατί κλαῖς; Ποιὸν ζητᾶς; Ζητᾶς τὸν Ἰησοῦ τὸ Ναζαρηνό, τὸν Ἐσταυρωμένο; Ἀναστήθηκε, δὲν εἶναι ἐδῶ». Κι ἀμέσως σηκώθηκαν ὅλες φοβισμένες καὶ βλέποντας μπροστὰ τους τὸν Κύριο, ἔφυγαν. Ἡ Μαρία ὅμως γύρισε πίσω καὶ βλέπει πάλι τὸ Χριστὸ νὰ εἶναι ἐκεῖ. Νομίζοντας, λοιπόν, ὅτι εἶναι ὁ κηπουρὸς (γιατί τὸ μνῆμα ἦταν μέσα στὸν κῆπο) λέει: «Κύριε, ἂν Τὸν πῆρες ἐσύ, πές μου ποὺ Τὸν ἔβαλες κι ἐγὼ θὰ Τὸν πάρω». Κι ὅταν αὐτὴ ἔστρεψε ξανὰ πίσω τὸ βλέμμα της πρὸς τοὺς ἀγγέλους τοῦ τάφου, ὁ Σωτήρας μας τῆς εἶπε: «Μαρία». Ἐκείνη τότε κατάλαβε τὴ γνώριμη καὶ γλυκιὰ φωνὴ τοῦ Χριστοῦ καὶ θέλησε νὰ Τὸν ἀγγίξει. Ὅμως Ἐκεῖνος τῆς εἶπε: «Μὴ μ’ ἀγγίζεις, δὲν ἀνέβηκα ἀκόμα στὸν Πατέρα μου» (γιατί ὁ Χριστὸς γνώριζε ὅτι Τὸν θεωροῦσε ἀκόμη ἄνθρωπο), «Πήγαινε στοὺς ἀδελφοὺς καὶ πὲς τους ὅσα εἶδες κι ἄκουσες». Καὶ βέβαια, ἡ Μαγδαληνὴ αὐτὸ ἔκανε. Ὅταν πλέον ξημέρωσε ἡ μέρα ἦλθε καὶ πάλι στὸν τάφο μαζὶ μὲ τὶς ὑπόλοιπες. Αὐτὲς μαζὶ μὲ τὴν Ἰωάννα καὶ τὴ Σαλώμη ἦλθαν στὸ μνημεῖο ὅταν πλέον εἶχε ἀνατείλει ὁ ἥλιος. Γενικὰ ὁ ἐρχομὸς τῶν γυναικῶν στὸ μνημεῖο ἔγινε σὲ διαφορετικοὺς χρόνους. Κι ἀνάμεσά τους ἦταν κι ἡ Θεοτόκος. Αὐτὴ (ἡ Θεοτόκος) εἶναι ἡ Μαρία (ἡ μητέρα) τοῦ Ἰωσῆ ποὺ λέει τὸ Εὐαγγέλιο. Ὁ Ἰωσῆς ἦταν υἱὸς τοῦ Ἰωσὴφ τοῦ μνήστορος. Θὰ πρέπει πάντως νὰ ποῦμε ὅτι εἶναι ἄγνωστο πότε ἀκριβῶς ἀναστήθηκε ὁ Κύριος. Ἄλλοι λένε μὲ τὸ πρῶτο λάλημα τοῦ πετεινοῦ, ἄλλοι ὅταν ἔγινε ὁ σεισμὸς κι ἄλλοι διαφορετικά.

Ὅταν ἔγιναν αὐτά, κάποιοι ἀπ’ τὴ στρατιωτικὴ φρουρὰ ἦλθαν στοὺς ἀρχιερεῖς καὶ τοὺς ἀνέφεραν ὅλα ὅσα συνέβησαν. Αὐτοὶ ὅμως δίνοντάς τους χρήματα τοὺς ἔπεισαν νὰ ποῦν ὅτι ἦλθαν οἱ μαθητὲς Του τὴ νύκτα καὶ Τὸν ἔκλεψαν. Τὸ βράδυ τῆς ἡμέρας αὐτῆς, καθὼς οἱ Μαθητὲς ἦταν συγκεντρωμένοι ὅλοι μαζὶ ἐξ αἰτίας τοῦ φόβου τῶν Ἰουδαίων κι ἐνῶ οἱ πόρτες τοῦ σπιτιοῦ ἦταν καλὰ κλεισμένες καὶ ἀσφαλισμένες, εἰσῆλθε ὁ Χριστός. Αὐτὸ ἔγινε, γιατί τὸ σῶμα Του δὲν ἦταν πλέον σὰν τὸ δικό μας, ἀλλὰ ἄφθαρτο. Τοὺς χαιρέτησε μὲ τὸ συνήθη χαιρετισμὸ τῆς εἰρήνης. Αὐτοί, ὅταν Τὸν εἶδαν, χάρηκαν ὑπερβολικά. Κι Ἐκεῖνος μὲ τὸ φύσημα τῆς πνοῆς Του τοὺς ἔδωσε τελειότερα τὴν ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος (τὸ Εὐαγγέλιο ἀναφέρει «ἐνεφύσησε καὶ λέγει αὐτοῖς: Λάβετε Πνεῦμα Ἅγιον»).

Ὅσο γιὰ τὸ πὼς λέγεται ὅτι ὁ Χριστὸς ἀναστήθηκε τριήμερος (σὲ τρεῖς μέρες) ἰσχύουν τὰ ἑξῆς: Τὸ βράδυ τῆς Πέμπτης καὶ ἡ ἡμέρα τῆς Παρασκευῆς λογίζονται σὰν μία ἡμέρα (24ωρο), γιατί ἔτσι μετροῦν οἱ Ἑβραῖοι τὸ ἡμερονύκτιο (τὸ λένε νυχθήμερο δηλ. νύχτα + ἡμέρα). Ἡ νύχτα τῆς Παρασκευῆς καὶ ἡ ἡμέρα τοῦ Σαββάτου εἶναι δεύτερο νυχθήμερο. Τρίτο νυχθήμερο εἶναι ἡ νύχτα τοῦ Σαββάτου καὶ ἡ ἡμέρα τῆς Κυριακῆς, κατὰ τὴν ὁποία ἔγινε ἡ Ἀνάσταση τοῦ Κυρίου.

Αὐτῷ ἡ δόξα καὶ τὸ κράτος εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων, Ἀμήν.