Σήμερα τό ἑσπέρας, Μεγάλη Τρίτη 30ή Ἀπριλίου 2024, ὁ Σεβ. Μητροπολίτης μας κ. Χρυσόστομος χοροστάτησε κατά τήν Ἀκολουθία τοῦ Ὄρθρου τῆς Μεγάλης Τετάρτης, πού ἐτελέσθη στόν Ἐνοριακό Ἱ. Εἰσοδίων "Ἐλεημονητρίας" Σύμης, γνωστότερο ὡς "Παναγία Λεμονίτισσα", ἀπό τόν Ἐφημέριο π. Φιλόθεο Κάλφα καί τόν Ἱεροδιάκονο π. Παῦλο Τερεζάκη, σέ ἰδιαίτερο κλίμα κατανύξεως καί ἱεροπρεπείας. Τό ἱ. ἀναλόγιο διακόνησε ὁ Ἱεροψάλτης κ. Ἐλευθέριος Ξηράκης καί ὁ κ. Ἀναστάσιος Μπαλής.
Ὁ κ. Ἐλευθέριος Ξηράκης, μεταξύ ἄλλων, ἀπέδωσε γλυκυφθόγγως καί τό λαοφιλές τροπάριο τῆς Κασσιανῆς. Τό συγκεκριμμένο Δοξαστικό ἀντλεῖ τό περιεχόμενό του ἀπό τό θέμα τοῦ συναξαρίου τῆς ἡμέρας, πού εἶναι ἡ σώφρων Πόρνη, ἡ ὁποία ἄλειψε μὲ πολύτιμο μύρο τὰ πόδια τοῦ Κυρίου πρὸ τοῦ ἐνταφιασμοῦ Του, γεγονός πού, μὲ τήν μοναδική ποιητική της τέχνη, ἐγκωμιάζει στό ὁμώνυμο, δημοφιλέστατο, τροπάριό της ἡ Ὁσία Κασσιανή ἡ ὑμνογράφος.
Ἡ Κασσιανὴ ἐμπνεύστηκε τὸ συγκεκριμένο τροπάριο ἀπὸ τίς Εὐαγγελικές διηγήσεις, οἱ ὁποῖες δὲν ἀναφέρονται φυσικά στὴν Ἁγία Μαρία τὴ Μαγδαληνή, ὅπως πολλοὶ νομίζουν, ἀλλὰ στὴν ἀνώνυμη ἁμαρτωλὴ γυναίκα, τὴν μοιχαλίδα, ποὺ ὁ Κύριος ἔσωσε ἀπὸ τόν λιθοβολισμὸ τοῦ ἔξαλλου πλήθους τῶν Φαρισαίων γιὰ τὸ ἠθικὸ της παράπτωμα, μὲ ἐκεῖνα τὰ λόγια Του: «Ὁ ἀναμάρτητος πρῶτος τὸν λίθον βαλέτω ἐπ’ αὐτήν». Καὶ ὅταν ἀργότερα ὁ Χριστός βρέθηκε προσκεκλημένος στὸ σπίτι τοῦ Σίμωνα, ἡ ἁμαρτωλὴ ἐκείνη γυναίκα αἰσθάνεται τὴν ἀνάγκη νὰ ἐκφράσει τὴν εὐγνωμοσύνη καὶ ἀφοσίωσή της στὸν Σωτήρα Χριστό. Ἀγοράζει ἀρώματα, ντύνεται ταπεινὰ καὶ σεμνὰ καὶ ταπεινωμένη καὶ συντετριμμένη, μὲ δάκρυα στὰ μάτια, ἔρχεται καὶ πλένει τὰ πόδια τοῦ Ἰησοῦ καὶ τὰ σκουπίζει μὲ τὰ ξέπλεκα μαλλιά της. Τὰ δάκρυά της ἐκεῖνα ἦταν δάκρυα ἐλέους καὶ συντριβῆς καὶ κλαίει μὲ πάθος νὰ τὴν εὐσπλαγχνισθεῖ ὁ Θεὸς τῆς ἀγάπης καὶ τῆς συγχώρησης.
Τὸ παραπάνω περιστατικὸ τὸ ἀναφέρουν οἱ τρεῖς ἀπὸ τοὺς τέσσερις Εὐαγγελιστές καί παραθέτουμε ἀρχικά τόν Λουκᾶ (Ζ΄, 37-38), ὁ ὁποῖος γράφει: «Καὶ ἰδοὺ γυνὴ ἐν τῇ πόλει ἥτις ἦν ἁμαρτωλός, καὶ ἐπιγνοῦσα ὅτι ἀνάκειται ἐν τῇ οἰκίᾳ τοῦ Φαρισαίου, κομίσασα ἀλάβαστρον μύρου καὶ στᾶσα ὀπίσω παρὰ τοὺς πόδας αὐτοῦ κλαίουσα, ἤρξατο βρέχειν τοὺς πόδας αὐτοῦ τοῖς δάκρυσι καὶ ταῖς θριξὶ τῆς κεφαλῆς αὐτῆς ἐξέμασσε καὶ κατεφίλει τοὺς πόδας αὐτοῦ καὶ ἤλειφε τῷ μύρῳ».
Ὁ Ματθαῖος (ΚΣΤ`, 6-7): «Τοῦ δὲ Ἰησοῦ γενομένου ἐν Βηθανίᾳ ἐν οἰκίᾳ Σίμωνος τοῦ λεπροῦ, προσῆλθεν αὐτῶ γυνὴ ἀλάβαστρον μύρου ἔχουσα βαρυτίμου, καὶ κατέχεεν ἐπὶ τὴν κεφαλὴν αὐτοῦ ἀνακειμένου».
Καὶ ὁ Μάρκος (ΙΔ`, 3) λέγει: «Καὶ ὄντος αὐτοῦ ἐν Βηθανίᾳ ἐν τῇ οἰκίᾳ Σίμωνος τοῦ λεπροῦ, κατακειμένου αὐτοῦ ἦλθε γυνὴ ἔχουσα ἀλάβαστρον μύρου νάρδου πιστικῆς πολυτελοῦς καὶ συντρίψασα τὸ ἀλάβαστρον κατέχεεν αὐτοῦ κατὰ τῆς κεφαλῆς».
Καὶ τὴν πληγωμένη καὶ πονεμένη καρδιὰ τῆς Κασσιανῆς δὲν ἦταν δυνατὸν νὰ μὴν ἀγγίξη ὁ κραδασμὸς ἐκείνης τῆς ἁμαρτωλῆς γυναίκας. Καὶ διατυπώνει στὸ ἀριστουργηματικὸ ἐκεῖνο τροπάριο, ποὺ φέρει τὸ ὄνομά της, μὲ λυρικὴ ἔξαρση καὶ ὑποβλητικότητα τὸν δικό της ψυχικὸ κραδασμό.
Κύριε, ἡ ἐν πολλαῖς ἁμαρτίαις περιπεσοῦσα γυνή, |
Κύριε, ἡ γυναίκα ποὺ ἔπεσε σὲ πολλὲς ἁμαρτίες |
τὴν σὴν αἰσθομένη θεότητα, μυροφόρου ἀναλαβοῦσα τάξιν, |
σαν ἔνοιωσε τὴ θεότητά σου, γίνηκε μυροφόρα |
ὀδυρομένη, μύρα σοι, πρὸ τοῦ ἐνταφιασμοῦ κομίζει. |
καί σὲ ἄλειψε μὲ μυρουδικὰ πρὶν ἀπὸ τὸν ἐνταφιασμό σου |
Οἴμοι! λέγουσα, ὅτι νύξ μοι ὑπάρχει, οἶστρος ἀκολασίας, |
Κι ἔλεγε ὀδυρόμενη: Ἀλλοίμονο σὲ μένα, γιατί μέσα μου εἶναι νύχτα κατασκότεινη |
ζοφώδης τε καὶ ἀσέληνος ἔρως τῆς ἁμαρτίας. |
καί δίχως φεγγάρι, ἡ μανία τῆς ἀσωτείας κι ὁ ἔρωτας τῆς ἁμαρτίας. |
Δέξαι μου τὰς πηγὰς τῶν δακρύων, |
Δέξου ἀπὸ μένα τὶς πηγὲς τῶν δακρύων, |
ὁ νεφέλαις διεξάγων τῆς θαλάσσης τὸ ὕδωρ· |
ἐσὺ ποὺ μεταλλάζεις μὲ τὰ σύννεφα τὸ νερὸ τῆς θάλασσας. |
κάμφθητί μοι πρὸς τοὺς στεναγμοὺς τῆς καρδίας, |
Λύγισε στ' ἀναστενάγματα τῆς καρδιᾶς μου, |
ὁ κλίνας τοὺς οὐρανοὺς τῇ ἀφάτῳ σου κενώσει. |
ἐσὺ ποὺ ἔγειρες τὸν οὐρανὸ καὶ κατέβηκες στὴ γῆς. |
Καταφιλήσω τοὺς ἀχράντους σου πόδας, |
Θά καταφιλήσω τὰ ἄχραντα ποδάρια σου, |
ἀποσμήξω τούτους δὲ πάλιν τοῖς τῆς κεφαλῆς μου βοστρύχοις· |
καί θὰ τὰ σφουγγίσω πάλι μὲ τὰ πλοκάμια τῆς κεφαλῆς μου· |
ὧν ἐν τῷ παραδείσῳ Εὔα τὸ δειλινόν, |
αὐτὰ τὰ ποδάρια, ποὺ σὰν ἡ Εὕα κατὰ τὸ δειλινό, |
κρότον τοῖς ὠσὶν ἠχηθεῖσα, τῷ φόβῳ ἐκρύβη. |
τ' ἄκουσε νὰ περπατᾶνε, ἀπὸ τὸ φόβο τῆς κρύφτηκε. |
Ἁμαρτιῶν μου τὰ πλήθη καὶ κριμάτων σου ἀβύσσους |
Τῶν ἁμαρτιῶν μου τὰ πλήθη καὶ τῶν κριμάτων σου τὴν ἄβυσσο, |
τίς ἐξιχνιάσει, ψυχοσῶστα Σωτήρ μου; |
ποιός μπορεῖ νὰ τὰ ἐξιχνιάση, ψυχοσώστη Σωτήρα μου; |
Μή με τὴν σὴν δούλην παρίδῃς, ὁ ἀμέτρητον ἔχων τὸ ἔλεος. |
Μήν καταφρονέσης τὴ δούλη σου, ἐσὺ ποὺ ἔχεις τ' ἀμέτρητο ἔλεος |
(Μεταγραφή: Φώτης Κόντογλου) |
Ἀκολουθεῖ τό φωτογραφικό λεύκωμα.