Ὁσιος Ἄνθιμος, κατά κόσμον Ἀθανάσιος Κουρούκλης, γεννήθηκε στό Ληξούρι τῆς Κεφαλληνίας τό ἔτος 1717. Ἦταν γιός τοῦ ναυτικοῦ Ἰωάννου καί τῆς Ἀντζουλέττας. Σέ ἡλικία ἑπτά ἐτῶν ἀρρώστησε ἀπό εὐλογιά μέ ἀποτέλεσμα νά τυφλωθεῖ ἐντελῶς. Μετά ὅμως ἀπό σαρανταλείτουργο πού ἔκανε ἡ εὐλαβεστάτη μητέρα του, ἀνέβλεψε ξανά. Ἀργότερα ἐργάστηκε ὡς ναυτικός, μέχρι πού ἀποφάσισε νά γίνει Μοναχός στήν Ἱερά Μονή Ἁγίας Παρασκευῆς Λεπέδων τῆς πατρίδας του, μετονομασθείς Ἄνθιμος. Μεγαλόσχημος Μοναχός ἐκάρη στήν Ἱερά Μονή Ἰβήρων τοῦ Ἁγίου Ὄρους, περί τό ἔτος 1747.
Ἀμέσως μετά ἄρχισε τό ἱεραποστολικό του ἔργο, περιοδεύοντας πολλούς τόπους-κυρίως νησιά-τῆς τουρκοκρατούμενης Ἑλλάδας, κηρύττοντας μέ θεϊκό σθένος καί δύναμη τόν λόγο τοῦ Θεοῦ καί τιμώμενος ἀπ’ ὅλους γιά τίς σπάνιες ἀρετές του.
Κατόπιν ἀποκαλυπτικοῦ ὁράματος τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου στήν νῆσο Χίο, ἔχασε καί τό λίγο φῶς πού τοῦ εἶχε ἀπομείνει μέ ἀποτέλεσμα νά χαρακτηρίζεται στό ἑξῆς ὡς ἀόμματος. Αὐτό ὅμως δέν τόν ἐμπόδιζε νά κάνει πολλά καί ἐπικίνδυνα γιά ἐκείνη τήν ἐποχή ταξίδια καί νά κηρύττει μέ θέρμη καί αὐταπάρνηση τόν ζείδωρο λόγο τοῦ Εὐαγγελίου. Ὡς ἱεραπόστολος τοῦ Αἰγαίου ταξιδεύει στά νησιά Σίφνο, Πάρο, Ἀντίπαρο, Νάξο καί Ἴο, ὅπου τά θεόπνευστα λόγια του «ὡς δρόσος Ἀερμών» παρηγοροῦν καί ξεδιψοῦν τίς ἁπλές ψυχές τῶν κατοίκων.
Δύο φορές φθάνει ταπεινός προσκυνητής στούς Ἁγίους Τόπους. Τό ἔτος 1759 κτίζει στήν νῆσο Μεγίστη (Καστελλόριζο) τό σταυροπηγιακό ἀνδρικό Μοναστήρι τοῦ Ἁγίου Γεωργίου τοῦ «Βουνοῦ» καί ἀπαλλάσει τούς κατοίκους ἀπό τήν φοβερή μάστιγα τῆς ἀνομβρίας. Τό ἑπόμενο ἔτος 1760 ἱδρύει στήν Ἀστυπάλαια τό γυναικεῖο σταυροπηγιακό Μοναστήρι τῆς Παναγίας τῆς Πορταΐτισσας. Κατά παράκληση τοῦ ὁσίου ἡ θαυματουργή εἰκόνα τῆς Θεοτόκου ἔγινε στό Ἅγιο Ὄρος καί εἶναι ἀντίγραφο τῆς Πορταΐτισσας τῆς Ἱ. Μονῆς Ἰβήρων. Στήν Ἀστυπάλαια ὁ ὅσιος Ἄνθιμος ἔμεινε δέκα χρόνια καί ἔκανε πολλά θαύματα. Γι’ αὐτό μέχρι σήμερα ἀποτελεῖ τόν προστάτη ἅγιο τοῦ νησιοῦ, τό ὁποῖο κατέχει ὡς ἱερό θησαύρισμα τόν πῆχυ τῆς δεξιᾶς χειρός τοῦ ὁσίου.
Τό ἔτος 1769 ἔρχεται στήν πατρίδα του Κεφαλληνία, ὅπου κτίζει ἐκ βάθρων τήν γυναικεία Ἱερά Μονή τῆς Ἁγίας Παρασκευῆς Λεπέδων, ἡ ὁποία εἶχε καταστραφεῖ ἀπό σεισμό. Μέ ὁρμητήριο τήν Ἁγία Παρασκευή, ἐπισκέπτεται πολλά μέρη τῆς Ἑλλάδος, γενόμενος πασίγνωστος γιά τήν διδασκαλία του καί τά θαύματά του.
Τά ἔτη 1770, 1773 καί 1775 ἱδρύει ἀντίστοιχα τίς Ἱερές Μονές τοῦ Ἁγίου Ἀντωνίου στά Σφακιά τῆς Κρήτης, τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου Προδρόμου στά Κύθηρα καί τῆς Ζωοδόχου Πηγῆς στήν Σίκινο.
Στίς 4 Σεπτεμβρίου 1782 ἐκοιμήθη ἐν Κυρίῳ, ἔπειτα ἀπό ὀλιγοήμερη ἀσθένεια στήν Ἱερά Μονή τῆς Ἁγίας Παρασκευῆς Λεπέδων τῆς πατρίδας του. Ἐκεῖ σώζεται μέχρι σήμερα ἡ σπηλιά-ἀσκητήριο τοῦ ὁσίου, καθώς καί τό πρῶτο σπηλαιῶδες Καθολικό τῆς Μονῆς.
Ἡ ἐπίσημη ἀναγνώριση τῆς ἁγιότητος τοῦ τυφλοῦ ἀσκητῆ Ἀνθίμου, ὁ ὁποῖος σέ χρόνους χαλεπούς σκόρπισε τό ἱλαρό φῶς τῆς Ὀρθοδοξίας, ἔγινε ἀπό τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο τήν 30η Ἰουλίου 1974. Ὁ ὅσιος Ἄνθιμος τιμᾶται ἰδιαιτέρως στά Δωδεκάνησα καί θεωρεῖται προστάτης ἀπό τά φίδια, τούς σκορπιούς καί τά δηλητηριώδη ἔντομα. Αὐτό γιατί μέ τήν προσευχή του ἀπάλλαξε τήν Ἀστυπάλαια ἀπό τήν παρουσία ἑνός μεγάλου καί ἐπικίνδυνου ἑρπετοῦ. Εἰκόνα τοῦ ὁσίου Ἀνθίμου ὑπάρχει σέ πολλά ἐξοχικά σπίτια καί στάνες τῶν παραπάνω νησιῶν. Ἐκκλησάκια πρός τιμήν του ἔχουν ἀνεγερθεῖ στήν Ἀστυπάλαια, Κάλυμνο καί Σίφνο».
Ο ΟΣΙΟΣ ΣΤΟ ΚΑΣΤΕΛΛΟΡΙΖΟ
«Ἡ φωνή τοῦ Θεοῦ, τόν καλεῖ στό μικρό καί ταπεινό Καστελλόριζο, ὅπου ἔμελλε νά ἱδρύσει τό πρῶτο του Μοναστήρι. Ὁ ἀόμματος ἀσκητής γιά πολλά ἡμερόνυχτα ταξίδεψε στό τρικυμιῶδες πέλαγος, ὥσπου νά φθάσει στή Μεγίστη (Καστελλόριζο) στίς ἀρχές τοῦ 1759. Δέν ἦταν λίγες οἱ φορές πού τό μικρό πλεούμενο κινδύνευσε νά καταποντισθεῖ εἰς τά βάθη τῆς θαλάσσης, ὅμως πάντοτε νικοῦσε ἡ πίστη στήν πρόνοια τοῦ Θεοῦ καί ἡ ζέουσα προσευχή τοῦ Ὁσίου. Οἱ κάτοικοι τῆς Μεγίστης τόν ὑποδέχτηκαν μέ εὐλάβεια καί σεβασμό. Ἕνας ἁγιορείτης μοναχός καί προσκυνητής τῶν Ἁγίων Τόπων εὐλογοῦσε μέ τήν παρουσία του τό νησάκι τους. Ὅπως ἡ ὄρνιθα συνάζει τά πουλάκια της, ἔτσι κι ὁ Ὅσιος πατήρ μάζεψε κοντά του τούς ἁπλούς καί ἄδολους νησιῶτες, ἀναζωπυρώνοντας τήν πίστη τους μέ τόν θεῖο λόγο καί τήν φωτεινή του παρουσία.
Διακαής ἱερός πόθος τοῦ Ὁσίου ἦταν νά ἱδρύσει πρός δόξαν Θεοῦ τό πρῶτο του μοναστήρι στό νησί. Θά ἦταν τό πρῶτο καί γιά τό μικρό Καστελλόριζο. Ὅμως οὔτε χρήματα ὑπῆρχαν οὔτε καί τά ἀπαιτούμενα ὑλικά. Κατά θεία συγκυρία τό ἔτος ἐκεῖνο τό νησί ἐμαστίζετο ἀπό τήν ἀνομβρία. Δέν εἶχε βρέξει καθόλου τό χειμῶνα, οὔτε τόν προηγούμενο χρόνο. Οἱ ἄνθρωποι ἀλλά καί τά ζῶα κινδύνευαν ἄμεσα νά πεθάνουν ἀπό τήν πεῖνα καί τήν δίψα.
Ἡ γεμάτη ἀγάπη καρδιά τοῦ Ὁσίου πόνεσε πολύ. «Τότε ὁ Ὅσιος θαρρήσας τούς κατοίκους αὐτούς, εἰπών πάντα δυνατά τῷ πιστεύοντι, ὕψωσε τάς χεῖρας αὐτοῦ εἰς τόν οὐρανόν δεόμενος τοῦ Κυρίου, καί παρευθύς ὤ τοῦ θαύματος! Βροχή ἀνέλπιστος ἔπεσεν ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καί ἐμεθύσθη ἡ γῆ καί ἐχορτάσθησαν πάντες…» ἀναφέρει ὁ βιογράφος τοῦ Ἁγίου, ἀρχιμ. Διονύσιος Ἀραβαντινός. Ἐνθουσιασμένοι ἀπό τήν ἀναπάντεχη εὐλογία οἱ εὐλαβεῖς κάτοικοι τῆς Μεγίστης βοήθησαν τότε ὁμοθυμαδόν γιά τό κτίσιμο τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ τοῦ Ἁγίου μεγαλομάρτυρος Γεωργίου τοῦ τροπαιοφόρου, ψηλά στό βουνό τοῦ νησιοῦ.
Ἀπό τίς σωζόμενες μαρτυρίες φαίνεται ὅτι προϋπῆρχε ἐρειπωμένος μικρός ναός τοῦ Ἁγίου Γεωργίου, τόν ὁποῖο ὁ Ὅσιος Ἄνθιμος ἀναστήλωσε καί μετέτρεψε σέ Μοναστήρι. Ἡ ἐπιγραφή, ἡ ὁποία σώζεται στό ἄνω μέρος τῆς εἰσόδου τοῦ Καθολικοῦ, ἀναφέρει: «1759. Ἀνεκαινίσθη ὁ Ναός οὗτος παρά τῶν εὐσεβῶν Χριστιανῶν τῶν κατοικούντων ἐν τῇ νήσῳ ταύτῃ. Ἀπριλίου 23. Διά συνδρομῆς τοῦ Ὁσιωτάτου καί τυφλοῦ Ἀνθίμου. Κωνσταντής Προσκυνητής, μάστορης Ῥοδίτης».
Στά χρόνια πού ἀκολούθησαν ἀνοικοδομήθηκαν καί τά ἀπαραίτητα κελλιά, τό ἡγουμενεῖο, τό ὑψηλό περιτείχισμα καί τά ὑπόλοιπα βοηθητικά κτίσματα. Ἀκόμη ὁ Ὅσιος φρόντισε νά ἐπανδρωθεῖ ἡ Μονή μέ Πατέρες ἐκλεκτούς καί ἐνάρετους. Τό 1761 μέ Πατριαρχικό σιγίλλιο ὑπογεγραμμένο ἀπό τόν Οἰκ. Πατριάρχη Ἰωαννίκιο Γ΄ Καρατζᾶ (1761-1763), γίνεται σταυροπηγιακή Μονή, ὅπως καί ἡ Μονή τῆς Παναγίας Πορταΐτισσας στήν Ἀστυπάλαια, μέ μοναδική ἐτήσια εἰσφορά δύο ὀκάδων κεριοῦ.
Κάτω ἀπό τό καθολικό τοῦ Ἁγίου Γεωργίου βρίσκεται ὑπόγεια λαξευτή κρύπτη, τήν ὁποία ὁ Ὅσιος Ἄνθιμος μετέτρεψε σέ παρεκκλήσιο τοῦ Ἁγίου Χαραλάμπους, προστάτου τῆς γενέτειράς του Ληξουρίου. Ἐκεῖ σταλάζει καί ἁγίασμα, ἡ μοναδική πηγή τοῦ ἄνυδρου Καστελλόριζου, μαρτυρία ἴσως τοῦ θαύματος τῆς βροχῆς πού χόρτασε τήν κατάξερη γῆ…
Σημαντική εἶναι ἡ μαρτυρία τοῦ πρώην Ἀρχιερατικοῦ Ἐπιτρόπου Μεγίστης π. Κωνσταντίνου Πολυκάρπου πρός τήν Ἱερά Μητρόπολη Κεφαλληνίας τό ἔτος 1973: «…Γνωρίζω ἐξ ἀκοῆς ὅτι ἦλθε ἐδῶ ὁ ἀείμνηστος Ἄνθιμος ἐπί Τουρκοκρατίας… Καί ὅτι ἔφθασεν ἐδῶ τυφλός καί εἶχεν κάποιον μαζί του συνοδόν καί πήγαινε ὅπου τοῦ ἔλεγε. Ἐβάστα λέγει τό μπαστουνάκι του καί εὕρισκε τόν τόπον πού ζητοῦσε. Φυσικά εἶναι θαῦμα ἕνας τυφλός νά βαδίσει χίλια μέτρα καί πλέον στό βουνό. Ὅταν ἀνέβη, λένε, ἐσταμάτησε καί ἐφώναξε τούς μαστόρους καί τούς ἔδειχνε πῶς νά βάλουν τά θεμέλια. Καί ἀφοῦ ἐθεμελίωσεν τήν ἐκκλησίαν τοῦ Ἁγίου Γεωργίου, εἰς τό ὄπισθεν μέρος τῆς ἐκκλησίας ἀνακάλυψεν ἕνα σπήλαιον τό ὁποῖον εἶχε νερό, δηλ. ὄχι πολύ, καί αὐτοῦ κάτω στό σπήλαιο ηὗρε εὐρυχωρίαν διά μίαν μικράν ἐκκλησίαν, τήν ὁποίαν ἔκτισε καί ἐθεμελίωσε ἐπ’ ὀνόματι τοῦ Ἁγίου ἱερομάρτυρος Χαραλάμπους…».
ΘΑΥΜΑΤΑ ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ
«Ὁ πασάς τῶν Σφακιανῶν ἀκούσας τά θαύματα τοῦ ὁσίου καί τήν συνδρομήν τοῦ λαοῦ ἀπεφάσισε νά φονεύσῃ αὐτόν. Καλέσας δέ τρεῖς πεπονηρευμένους μάγους, ἔπεμψεν αὐτούς νά τοῦ τόν φέρουν. Ἐκείνοι δέ πορευθέντες καί ἀναβάντες εἰς ἕνα ὄρος, εἶδον ὅτι ἐδίδασκεν εἰς μίαν πεδιάδα ἔχων ἀκροατάς δεκαπέντε χιλιάδας ψυχάς καί ὅτι ἔβγαινον ἀπό τό στόμα αὐτοῦ ὡσάν φλόγαι πύριναι. Ἐπιστρέψαντες δέ ὀπίσω ἀνήγγειλαν πάντα τῷ ἡγεμόνι ὁ δέ πασάς φοβηθείς ἤλλαξε τόν σκοπόν του. Τοῦ ὁσίου δέ περατώσαντος τόν λόγον, ἔφεραν ἔμπροσθεν αὐτοῦ μίαν τυφλήν γυναῖκα. Ὁ δε ποιήσας εἰς αὐτήν τό σημεῖον τοῦ τιμίου Σταυροῦ, εἶπε: «Συντριβήτωσαν ὑπό τήν σημείωσιν τοῦ τύπου τοῦ σταυροῦ σου πᾶσαι αἱ ἐναντίαι δυνάμεις». Ἡ γυνή παρευθύς ἔλαβε τό φῶς τῶν ὀμμάτων της.
Διδάσκων ποτέ ὁ ὅσιος εἰς τήν αὐτήν χώραν τῶν Σφακίων κατά τόν Ἰούλιον μήνα εἶπεν: «ὤ οὐρανέ δάκρυσον» καί εὐθύς ὦ τοῦ θαύματος! Τόση βροχή ἔπεσεν ἀπό τόν οὐρανόν, ὁπού ἔμειναν ἐκστατικοί οἱ ἄνθρωποι καί πάλιν εἶπε: «τρόμαξον ἡ γῆ» καί εὐθύς ἔγινε μέγας σεισμός.
Μία ἀρχόντισσα καί ἄτεκνος γυνή ἐπαρρησιάσθη ποτέ πρός τόν ὅσιον εἰς τήν αὐτήν χώραν τῶν Σφακίων. Ὁ δέ ὅσιος ηὐχήθη αὐτήν νά κάμῃ παιδίον καί νά τό ἀφιερώσῃ εἰς τήν Ὑπεραγίαν Θεοτόκον. Αὐτή δέ τέξασα υἱόν καί ἀναθρέψασα αὐτόν, ὑπεσχέθη ὅτι θέλῃ δώσῃ ἄλλα ἀφιερώματα ἀντ’ αὐτοῦ τοῦ παιδός ὅθεν μετ’ ὀλίγον καιρόν ἀπέθανε τό παιδίον της, καί ἔμεινεν ἄτεκνος ὡς τό πρότερον.
Ἄλλη διεστραμμένη γυνή Παμπαλού ὀνόματι, ἐσυνήθιζε νά κάμνῃ (μαγικά) φυλακτά ὁ δέ ὅσιος ἀκούσας τοῦτο, ἐπρόσταξεν ὅσοι ἔχουν τοιαῦτα νά τοῦ τά φέρουν. Ἔφερον πρός αὐτόν πλῆθος ἀπό αὐτά αὐτός δέ ἐπρόσταξε καί ἤναψαν πῦρ καί τά ἔκαυσαν. Καί ὅταν ἐκαίοντο ἔγινε σφοδρός ἄνεμος καί σύννεφον σκοτεινόν μέ ἀναριθμήτους κόρακας. Ὁ δέ ὅσιος ἐπιτιμήσας αὐτούς ἐγένοντο ἄφαντοι.
Ἐρχόμενοι ποτέ τινές Χριστιανοί εἰς τήν αὐτήν χώραν τῶν Σφακίων ἀπό τήν Ρεθύμνην, νά ἀκούσωσι τήν διδαχήν τοῦ ὁσίου, εἰς τόν δρόμον ἀπήντησαν ἕναν ἀγάν, Δαλιδάκην ὀνόματι, καθήμενον μέσα εἰς τό ἐλαιοστάσιόν του ὅστις ἰδών αὐτους εἶπεν: «ὑπάγετε νά ἀκούσητε διδαχήν ἀπό τόν ἅγιόν σας αὐτός εἶναι μάγος καί ἀπατεών καί δι’ αὐτάς τάς λοιδορίας ἐπαιδεύθη παρευθύς ἀπό τόν Θεόν». Ἐπιστρεφόμενοι αὐτοί οἱ Χριστιανοί εἰς τούς οἴκους των εἴδον ὅτι κατεκάη ὅλος ἐκεῖνος ὁ ἐλαιών ὁ δέ ἀγάς ἀσθενήσας, ἐπρίσθη ὅλος ἀπό κεφαλῆς μέχρι ποδῶν καί κακῶς πάσχων ἀπέθανεν.
Εἰς τήν αὐτήν χώραν τῶν Σφακίων ἐδίδασκε ποτέ ὁ ὅσιος ἔχων ἀκροατάς πολλούς. Εἰς αὐτούς ἦτο καί ἕνας δυστυχής νέος, ὅστις ἐφόνευσε τόν πατέρα του. Ἔκραξεν αὐτόν ἐξ ὀνόματος καί ἤλθεν ἐκεῖ πλησίον του· ἐπρόσταξε καί ἔφεραν ἕνα ποτήριον μέ ὕδωρ, καί δούς αὐτῷ εἶπεν: «ἀδελφέ πίε». Ὁ νέος λαβών τό ποτήριον καί δοκιμάσας νά πίῃ, τό ὕδωρ παρευθύς ἐγένετο αἷμα. Ὦ τοῦ θαύματος!
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Φθάσας δέ εἰς τήν ἀπάθειαν ἠξιώθη νά λάβῃ παρά Θεοῦ ἀποκάλυψιν, ὅτι ἔφθασεν ὁ καιρός νά μεταβῇ ἀπό τά γήϊνα εἰς τά οὐράνια. Ὅθεν ἐπροσκάλεσε τά πνευματικά του τέκνα καί ἐφανέρωσε τήν τελευτήν του λέγων: «Καιρός εἶναι ὤ τέκνα μου, νά διαβῶ ἐκεῖ ὅπου ὁ Δεσπότης μου μέ προσκαλεῖ· τό αἰφνίδιον τοῦτο μήνυμα ἀς μή προξενήσῃ θλίψιν εἰς τήν καρδίαν σας ὅτι ὁ θάνατος εἶναι εἰς ὅλους κοινός. Νά φυλάττητε μέ πολύν φόβον τάς ὑποσχέσεις, ὅπου ἐκάμετε ὅταν ἐλάβατε τό εὐαγγελικόν καί μοναδικόν σχῆμα. Ἕνα σκοπόν νά ἔχητε τό πῶς νά εὐαρεστήσητε εἰς τόν Θεόν καί ποιητήν σας, πῶς νά σώσητε τάς ψυχάς σας.»
Τοιουτοτρόπως ὁ Ὅσιος εὐλογῶν τά πνευματικά του τέκνα καί θερμῶς ὑπέρ αὐτῶν προσευχόμενος, παρέδωκε τό πνεῦμα του εἰς χεῖρας Θεοῦ, εἰς τούς χιλίους ἑπτακοσίους ὀγδοήκοντα δύο, τῇ τετάρτη τοῦ Σεπτεμβρίου. Τρεῖς φοράς ἔκαμαν ἀνακομιδήν τοῦ ἱεροῦ λειψάνου αὐτοῦ, ἐξ οὗ ἔλαβον πολλοί τήν ὑγιείαν τοῦ σώματός των. Διά τοῦτο καί κάθε εὐσεβής ὅταν ἐπικαλεσθῇ αὐτόν εὑρίσκει ὀξύτατον βοηθόν εἰς τήν χρείαν του. Οὕτως κινεῖ τήν γλῶσσαν του εἰς ἔπαινον αὐτοῦ καί φανερώνει τά ἄμετρα θαύματα αὐτοῦ, ἅπερ καί μετά θάνατον ἐκτελεῖ ἀεννάως. Κάθε ἄνθρωπος ἀς εἶναι πληροφορημένος ὅτι εἰς τό λείψανον αὐτοῦ εἶναι χαρακτηρισμένον τό εὐαγγελικόν ἐκεῖνο ῥητόν: «Ἀσθενοῦντας θεραπεύετε δαιμόνια ἐκβάλλετε».
Ὅσοι χριστιανοί εἴδετε αὐτόν καί ἠκούσατε τάς διδαχάς αὐτοῦ, ὅσοι εἴδετε τάς μονάς ἅς ἔκτισε, θερμῶς, θερμῶς παρακαλοῦντες αὐτόν λέγετε: Ἀξιοθαύμαστε Ὅσιε καί θαυματουργέ πάτερ Ἄνθιμε, ἀξίωσον ἡμᾶς διά τῶν εὐπροσδέκτων πρεσβειῶν σου, νά γένωμεν ὁλοψύχως φιλάρετοι, ἀρετάς θησαυρίζοντες. Σκέπε πάντοτε διά τῆς θερμῆς σου ἀντιλήψεως καί τάς σεβασμίους μονάς, ἅς ἔκτισας εἰς τάς νήσους τοῦ Αἰγαίου πελάγους καί εἰς τόν κόσμον ἅπαντα. Ἐλευθέρωσον πάντας τοῦς τιμῶντας καί ἑορτάζοντας τήν μνήμην σου ἐκ παντοίων κινδύνων καί ἀπό πάσης λοιμώδους ἀσθενείας. Διαφύλαττε ὑγιεῖς, πανευτυχεῖς καί ἀσφαλεῖς ἀπό τῆς πανώλους νόσου καί ἀπό πάσης ἀσθενείας πάντας, καί πρέσβευε ὑπέρ ἡμῶν τῷ ἐν Τριάδι Θεῷ. ᾭ πρέπει πᾶσα δόξα τιμή καί προσκύνησις εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν».